Γράφει ο Λεωνίδας Στεργίου.
Μελέτη - καταπέλτης του Harvard για την ανικανότητα όλων των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης στην οικονομική πολιτική.
Οι κρατικοποιήσεις εν μια νυκτί και η αύξηση των αμυντικών δαπανών του Κωνσταντίνου Καραμανλή ακύρωσαν τα πλεονεκτήματα της αναπτυξιακής ώθησης και της ευρωπαϊκής προοπτικής που πέτυχε τότε η Ελλάδα. Ο λαϊκισμός του Ανδρέα Παπανδρέου κατέστρεψε τα οφέλη από την αναδιανομή του εισοδήματος και τη βελτίωση του βιoτικού επιπέδου, βάζοντας τα θεμέλια στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Οι επόμενες κυβερνήσεις (οικουμενική, Κ. Μητσοτάκη) προσπάθησαν να διαχειριστούν την κρίση, χωρίς επιτυχία. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη, οι οποίες πέτυχαν νοικοκύρεμα των δημοσιονομικών, αλλά μπροστά στη βιασύνη για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, δεν έγιναν εκείνες οι δομικές μεταρρυθμίσεις που ήταν απαραίτητες. Η «Επανίδρυση του Κράτους» από τον Κώστα Καραμανλή περιορίστηκε στην «απογραφή». Η σημερινή κυβέρνηση θεώρησε σκόπιμο να ενημερώσει τις αγορές για τις ανεπάρκειες της Ελλάδας σε όλους τους τομείς και για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, όμως, η ειλικρίνεια λειτούργησε ανάποδα και οι αγορές έβαλαν την Ελλάδα στη «μαύρη λίστα», εκτινάσσοντας τα spreads και τα CDS των ομολόγων.
Αυτή θα μπορούσε να ήταν η σύνοψη της 36σέλιδης μελέτης του Harvard με τίτλο «Ελληνική Κρίση: Τραγωδία ή Ευκαιρία;». Οι συγγραφείς, ο καθηγητής Dante Roscini και οι οικονομολόγοι Jonatha Schlefer και Κωνσταντίνος Δημητρίου, προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα αυτό, αφού μελέτησαν την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας από το 324 μ.Χ. Εν προκειμένω, ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στη μεταπολεμική περίοδο, η οποία αναφέρεται ως οικονομικό θαύμα. Σύμφωνα με τη μελέτη, ο Χίτλερ «στέγνωσε» τη χώρα και μόνο από την πείνα προκλήθηκαν 250.000 θάνατοι. Όμως, η Ελλάδα, προσφέροντας ξεχωριστή φυσική ομορφιά και κουλτούρα, έγινε ένας σημαντικός τουριστικός προορισμός, ενώ ταυτόχρονα προσείλκυσε μεγάλες επενδύσεις, κυρίως στη ναυτιλία. Το τουριστικό και το ναυτιλιακό συνάλλαγμα, αλλά και τα εμβάσματα από τους μετανάστες στο εξωτερικό, συνέβαλαν στην αύξηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων και στην εκτίναξη του ρυθμού ανάπτυξης. Την περίοδο 1950-1970, το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 6%. Μετά την πτώση της χούντας, ακολούθησαν ακόμα πιο υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης: 8% σε ετήσια βάση.
Στη μεταπολίτευση ιδρύεται η Ν.Δ. από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και το ΠΑΣΟΚ από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Καραμανλής έδωσε μεγάλη έμφαση στις υποδομές και στην ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ. Όμως, προς το τέλος της θητείας του, φοβούμενος την ανερχόμενη σοσιαλιστική δύναμη του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου, προχώρησε σε κρατικοποιήσεις, αύξησε τις εξοπλιστικές δαπάνες. Το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν λιγότερο από 3% του ΑΕΠ, ο ρυθμός ανάπτυξης έφτασε στο 7,8% το 1978 και η ανεργία κυμαινόταν μεταξύ 2% και 3% του εργατικού δυναμικού. Η Ελλάδα τελικά έγινε το ένατο μέλος της ΕΟΚ τον Ιανουάριο του 1981.
Το επόμενο μεγάλο focus ήταν η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Το 1993, τα ελληνικά επιτόκια ήταν 16 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από εκείνα της Γερμανίας και το χρέος ήταν 110% του ΑΕΠ. Ο Σημίτης αποκατέστησε την ανεξαρτησία της Τραπέζης της Ελλάδος, διεύρυνε τη φορολογική βάση, ενίσχυσε και εκσυγχρόνισε τους φοροελεγκτικούς μηχανισμούς, δίνοντας ακόμα και τη δυνατότητα να συλλαμβάνουν. Καθιερώθηκαν οι ηλεκτρονικές διασταυρώσεις και οι δειγματοληπτικοί φορολογικοί έλεγχοι, αλλά και οι τακτικοί έλεγχοι στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Ετσι, από πρωτογενές έλλειμμα (πλην τόκων) 5,1% του ΑΕΠ το 1990 δημιουργήθηκε πλεόνασμα 4,2% του ΑΕΠ το 1994, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Στις 3 Μαΐου 2000, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφασίζει την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, καθώς πληροί όλα τα κριτήρια, πλην του δημοσίου χρέους. Το δημοσιονομικό έλλειμμα (με τους τόκους) ήταν μόλις 1,6% του ΑΕΠ και ο πληθωρισμός στο 2%. Η Ελλάδα πληρούσε όλα τα κριτήρια του Μάαστριχτ και εντάχθηκε στο ευρώ τον Ιανουάριο του 2001, με την υποστήριξη του 70% του ελληνικού λαού.
Οικονομικό θαύμα με παθογένειες.
Μολονότι η ελληνική οικονομία σημείωσε τεράστια πρόοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, «έπασχε» από χρόνιες και δομικές «ασθένειες». Από κατεστραμμένη χώρα μετά τον Πόλεμο, το κατά κεφαλήν εισόδημα το 2008 ήταν στα 20.000 ευρώ και το 2009 εκτινάχθηκε στα 27.000 ευρώ. Το προσδόκιμο όριο ζωής αυξήθηκε στα 80 έτη, που είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη. Από το 2001 έως το 2008 ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης ήταν 3,9%, δηλαδή διπλάσιος από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Όμως, οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας δεν την αφήνουν να εξελιχθεί. Σύμφωνα με τη μελέτη του Harvard, αυτές είναι:
1. Η δημιουργία και το «κουκούλωμα» των ελλειμμάτων. Το 1,6% του 1999 τελικά αναθεωρήθηκε σε 3,1% και το έλλειμμα του 3,7% για το 2009 που το ΠΑΣΟΚ το υπολόγισε στο 12,5%, τελικά κατέληξε στο 15,5%. Το υψηλό έλλειμμα του 2009 ήταν κυρίως αποτέλεσμα της αδυναμίας είσπραξης φόρων, ενώ οι προεκλογικές περίοδοι ήταν εποχές διορισμών. Η μελέτη καταγράφει ότι πριν από τις εκλογές του 2009 προστέθηκαν 27.000 εργαζόμενοι στο Δημόσιο, χωρίς να υπάρχει γραφείο για όλους.
2. Αφιλόξενο περιβάλλον για επιχειρήσεις και επενδύσεις.
3. Ανισόρροπη ανάπτυξη. Συνεχής περιορισμός του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα και ενίσχυση των υπηρεσιών, σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση του ΑΕΠ.
4. Ο υδροκέφαλος δημόσιος τομέας και το υψηλό μισθολογικό κόστος του Δημοσίου, σε συνδυασμό με το γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα.
5. Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή, η οποία σύμφωνα με μελέτη του Brookings, αν ήταν η μισή, η Ελλάδα δεν θα αντιμετώπιζε ποτέ δημοσιονομικό πρόβλημα. Η φοροδιαφυγή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον υψηλό αριθμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
6. Η χαμηλή ωριαία παραγωγικότητα (μικρότερη κατά 44% του μέσου ευρωπαϊκού όρου), ίσως λόγω του μεγάλου αριθμού μικρομεσαίων και αυτοαπασχολουμένων.
Αντίστροφη μέτρηση.
«Το ένα κόμμα αμφισβητούσε τα στατιστικά στοιχεία του άλλου», αναφέρει η μελέτη του Harvard. Το 2004 η κυβέρνηση της Ν.Δ. προχωράει σε απογραφή, η οποία αποκάλυψε ότι το έλλειμμα ήταν υψηλότερο και η Ελλάδα εντάχθηκε σε καθεστώς υπερβολικού ελλείμματος. Αν και βγήκε από την επιτήρηση το 2007, ύστερα από αναθεώρηση του ΑΕΠ, το έλλειμμα της Ελλάδα ποτέ δεν έπεσε κάτω από το 3%. Μολονότι η Ν.Δ. είχε υποσχεθεί επανίδρυση του κράτους, δεν κατάφερε να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις. Αύξησε τον ΦΠΑ, δεν μπορούσε να μειώσει την ανεργία και έχασε ευρωπαϊκούς πόρους.
Το 2009 το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές και προσπαθώντας να ενισχύσει την αξιοπιστία της Ελλάδος αποκαλύπτει ότι το έλλειμμα δεν ήταν στο 3,7% που έλεγε η Ν.Δ., αλλά στο 12,5%. Παραδέχεται επισήμως στις Βρυξέλλες ότι υπάρχει έλλειμμα αξιοπιστίας, μικρή παραγωγικότητα και ότι η διαφθορά και η φοροδιαφυγή έχουν διαστάσεις επιδημίας. Για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών πέρασε από τη Βουλή τρία πακέτα μέτρων λιτότητας για τη μείωση του ελλείμματος.
Δεκαετία ’80: Η εποχή του λαϊκισμού.
Το 1981 το ΠΑΣΟΚ κερδίζει με εντυπωσιακή διαφορά τη Νέα Δημοκρατία και ο Ανδρέας Παπανδρέου αναλαμβάνει πρωθυπουργός. Η μελέτη του Harvard χαρακτηρίζει τη δεκαετία του 1980 «εποχή του λαϊκισμού». Το ΠΑΣΟΚ ήθελε την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας και την αναδιανομή του εισοδήματος. Μεταξύ άλλων, πέρασε νόμους για την προστασία του συνδικαλισμού, ίδρυσε το Εθνικό Σύστημα Υγείας, ενώ θεσμοθετήθηκε η αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών για την προστασία έναντι του πληθωρισμού και προστατεύθηκαν νομικά οι υπάλληλοι από τις απολύσεις, βλέποντας παράλληλα μεγάλες αυξήσεις αποδοχών.
Ο δημόσιος τομέας γιγαντώθηκε και πολλές επιχειρήσεις κρατικοποιήθηκαν, ενώ ιδρύθηκε ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων όπου εντάχθηκαν σε αυτόν 21 προβληματικές του ιδιωτικού τομέα, σχεδόν απ’ όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας: ναυπηγεία, τσιμέντα, κλωστοϋφαντουργία, χάρτου, πλαστικά. Κατά τη δεκαετία του 1980, οι δημόσιες δαπάνες εκτινάχθηκαν από το 29% του ΑΕΠ στο 49% και το δημοσιονομικό έλλειμμα κατά μέσο όρο στο 10% του ΑΕΠ. Οι κρατικές εγγυήσεις προς ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις έφτασαν στο 32% του ΑΕΠ το 1989, εκ των οποίων οι μισές κατέπεσαν στη δεκαετία του 1990. Στο μεταξύ, ο ρυθμός ανάπτυξης επιβραδύνθηκε σε λιγότερο από 1%. Το δημόσιο χρέος τριπλασιάστηκε από 28% το 1980 στο 89% του 1990. Οι τόκοι για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους αυξήθηκαν στο 10% το 1990, απειλώντας από τότε τη βιωσιμότητα του χρέους.
Οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970 και η αύξηση του χρήματος στη δεκαετία του 1980 εκτίναξαν τον πληθωρισμό στο 20%. Σε αυτό συνέβαλε η αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών, την οποία καθιέρωσε το ΠΑΣΟΚ από το 1981, αλλά και οι υποτιμήσεις της δραχμής με την οποία ξεπεράστηκαν τρεις κρίσεις του ισοζυγίου πληρωμών. Πάντως, η ανεργία παρέμενε χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Μια ανεξάρτητη και ψύχραιμη άποψη για το πως φτάσαμε εδώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή