«Η μάνα είναι ζάχαρη, η μάνα είναι μέλι
Η μάνα είναι μυστικό, κασέλα κλειδωμένη
Κι όσα σκεπάζει ο ουρανός
τόσα σκεπάζει η μάνααα!»
Θα το γυρίσω να το ειπώ κι αλλιώς το μοιρολόγι:
«Φυσάει αέρας δεν ακούω κι αντάρα δε χωρίζω
Ρίχτει και σιγαλή βροχή δεν σας καλοχωρίζω
-Χριστέ μ’, πάψε τον άνεμο και σκόρπα την αντάρα!
Κι ακούω μια ψιλή φωνή απ’ τον απάνω κόσμο Κι είναι φωνή απ’ τα παιδάκια μου, μου λένε να γυρίσω πίσω
-Τάξε μανούλα μ’ τάματα, χρυσάφια και ασήμια
για να σ’ αφήνει ο χάροντας να ’ρχεσαι δυο τρεις φορές το χρόνο
Μια να ’ναι τα Χριστούγεννα κι η άλλη τ’ς Αποκρέες
Κι η Τρίτη η καλύτερη να ’ναι μέσ’ το Πάσχααα!
για ν’ ανταμώνουμε όλοι μαζί γονέοι με τα παιδιάαα τους…»
Noικοκυρά τοιμάστηκε να πάει στον κάτω κόσμο
Κι αναμεράει τη ρόκα της και χώνει τη φωτιά της
Καλεί τους κληρονόμους της να δώσει τα κλειδιά της
Πάρε παιδί μου τα κλειδιά και κάμ’τα ό,τι θέλεις
Κι αν έρθουν ξένοι άνοιξε ολάνοιχτες τις πόρτες
Και βαλε τους να φαν, να πιούν, στρώσε τους για να κάτσουν
Κι εγώ πάω σ’ν αλησμονιά, θα πάω στον κάτω κόσμο
Μαρία μ’, μη ντρέπεσαι και δάκρυα μη λυπάσαι
Γιατί χάνεις τη μάνα σου και δεν τη ματαβλέπεις
Η μάνα είναι ζάχαρη, η μάνα είναι μέλι
Η μάνα είναι μυστικό κασέλα κλειδωμένη
Κι όσα σκεπάζει ο ουρανός, τόσα σκεπάζει η μάνα
Εψές προψές εδιάβαινα απ’ το νεκροταφείο
Κι ακούω το μνήμα να βογγά να βαριαναστενάζει
Στο πάτημά μου στάθηκα και το συχνορωτούσα
-Τι έχεις μνήμα μ’ και βογγάς και βαριαναστενάζεις;
Μην είν’ το χώμα σου βαρύ κι η πέτρα σου μεγάλη;
-Δεν είν’ το χώμα μου βαρύ κι η πέτρα μου μεγάλη
Αλλά μου παραπόνεσε για τα καλά παιδιά μου
Έχω καιρό για να τα ’δώ και σκίζετ’ η καρδιά μου
(Παραλλαγή) Εψές αργά επέρασα από ’να μοναστήρι
Κι ακούω ένα μνήμα να βροντά, να βαριαναστενάζει
Στο πάτημά μου στάθηκα, στέκω και το ρωτάω
-Τι έχεις μνήμα μ’ και βογγείς και βαριαναστενάζεις;
Μην είν’ το χώμα σου βαρύ κι λάκα σε στενεύει;
-Δεν είν’ το χώμα μου βαρύ κι η πλάκα δε στενεύει,
Μου πόνεσε για το ντουνιά, για τον απάνω κόσμο,
Μου πόνεσε για το σπίτι μου, τα δόλια τα παιδιά μου…
Στρώστε χεράμια κόκκινα κι αέρινα σεντόνια
Για νάρθ’ η Ρήνη μας, η βαριαρρωστημένη
-Καλώς την, καλωσόρισες, καλώς την, καλωσήρθες
Για κάτσε και μολόγα μας πώς πόρεψες στον Άδη
Μην είδες τον υγιόκα μου και τ’ ακριβό παιδί μου;
-Σαν τι να λέτε αδερφές, σαν τι να λέτε μάνες
Εκεί δεν είναι γνωριμιά, δεν είν’ ανταμωσύνη
Εκεί συνδυό δεν κάθονται συντρείς δεν κουβεντιάζουν
Μόν’ πίνουν τ’ αριοστάλαμα, της πίκρας το φαρμάκι
Το πίνουν νιοι και κόβονται και νιες και δραπανιώνται
Το πίνουν και μικρά παιδιά τις μάνες αστοχάνε
Το πίνουν πρώτοι του σπιτιού κι αλησμονούν τα σπίτια
(Παραλλαγή) Στρώστε χεράμια κόκκινα κι αργυρινά σεντόνια
Νάρθει η πρώτη του σπιτιού για να ξαπλώσει πάνω
Στρώστε τα στρώματα διπλά, διπλά τα μαξιλάρια
-Μανούλα μ’ καλωσόρισες, μανούλα μ’ καλωσήρθες
Για διάβα κάτσε στην κορφή, κάτσε να ξανασάνεις
Κι ήρθαν οι μάνες για να δουν, μαυραδερφές να μάθουν
Ποιον είδες, ποιον αντάμωσες απ’ όλο μας το σόι;
Για διάβα κάτσε να μας πεις το πώς τα πέρασες τούτες τ’ς σαράντα μέρες
Στο ξίσκεπο, στο ξίστρωτο, στο χώμα κυλιμένη…
Συγκινητικό
ΑπάντησηΔιαγραφή