Εικόνα: Γυναίκες νεροκουβαλήτρες στο Ξηρόμερο. |
Γράφει η Μαρία Αγγέλη.
Διδάκτωρ Κοινωνικής Λαογραφίας
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
e-mail: agelimaria@yahoo.gr
[…]Τη ζήση σου όλη πέρασες μέσα στα καπνοτόπια,
αγέλαστη κι ακούραστη, χωρίς καμιά χαρά.
τ' άγια σου χέρια τ' άπλωνες, γύρα σ' όλα τα τόπια,
φρουρός, προστάτης της σοδειάς. Μάνα σ' όλα μπροστά,
στο μάζεμα, στ' αρμάθιασμα, στο γύρισμα στη λιάστρα
και για βαντάκιασμα θαμπά σαν έπεφτε δροσιά.
Στο πάστρεμα, στο ζύμωμα, στο φούρνο και στη γάστρα
χρόνια και χρόνια δούλεψη χωρίς ανάσα μια.[…]
Πάνος Χατζόπουλος, «Βραχωρίτικο»
Αισθάνομαι την ανάγκη να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου και να αποδώσω ελάχιστη τιμή στην Ξηρομερίτισσα γυναίκα. Για τούτο θα αναφερθώ συνοπτικά στη θέση της στην Ξηρομερίτικη οικογένεια αλλά και στην κοινωνία γενικότερα:
Α) H ΚΟΡΗ: Η γέννηση του κοριτσιού δεν έφερνε χαρά στην οικογένεια. Η γέννηση του αγοριού χάριζε χαρά και αισιοδοξία. Είναι γνωστό όταν ο Ξηρομερίτης ανέφερε πόσα παιδιά έχει, για παράδειγμα έλεγε: δύο παιδιά και δύο κοπέλες. Όριζε δηλαδή ως παιδί μόνο το αρσενικό, «το σιρκό» κατά το ξηρομερίτικο ιδίωμα. Το θηλυκό, η κοπέλα, δεν οριζόταν ως παιδί. Και είναι τόσο πολύ ριζωμένη αυτή η αντίληψη που μέχρι πέρυσι (2020) που επισκέφτηκα ένα χωριό στο ορεινό Ξηρόμερο άκουσα αυτό το διαχωρισμό!
Περισσότερο ως βάρος στην οικογένεια αντιμετωπιζόταν η γέννηση της κόρης. Ίσως ο θεσμός της προίκας που απαιτούνταν για την παντρειά της ήταν η βασική αιτία αυτής της κατάστασης. Η νομοθετική κατάργηση του θεσμού της προίκας το 1983, η καθιέρωση της εργαζόμενης γυναίκας, η κοινωνική της χειραφέτηση και γενικά η αλλαγή νοοτροπίας και παιδείας στους νέους ανθρώπους, συνετέλεσαν στην ουσιαστική κατάργηση του κοινωνικά απαράδεκτου και άδικου θεσμού της προίκας.
Ευτυχώς για μένα, από ότι μου αφηγήθηκαν η μάνα και οι γιαγιάδες μου, ο Ξηρομερίτης πατέρας μου με καλοσύνη είχε αποδεχτεί τον ερχομό μου στη ζωή. Γεγονός που παραξένευε κυρίως τις γιαγιάδες! Παραξενεύτηκαν περισσότερο όταν γεννήθηκε και δεύτερο κορίτσι, μετά από μένα, και ο πατέρας πάλι έδειξε την καλή συμπεριφορά του. Αυτές αντιθέτως είχαν στενοχωρηθεί με τον ερχομό δεύτερου κοριτσιού. Ο πατέρας, έλεγαν, γυρνούσε από τη δουλειά και πήγαινε στην κούνια. Να δει το θηλυκό! Αν ήταν αρσενικό θα τους φαινόταν φυσιολογική η συμπεριφορά του. Δυστυχώς εκείνο το θηλυκό δεν έζησε.
Η κόρη έπρεπε να έχει κάποιες αρετές οι οποίες θα σηματοδοτούσαν ένα καλό γάμο. Ομορφιά, ηθική, νοικοκυροσύνη και προίκα. Η προίκα σε μεγάλο βαθμό προσδιόριζε την παντρειά της. Η πολύφερνη νύφη προσέλκυε το ενδιαφέρον πολλών γαμπρών. Αντίθετα η φτωχή δεν είχε ανάλογα προξενιά. Όπως προκύπτει από προφορικές αφηγήσεις, το προξενιό και ο γάμος ήταν περισσότερο μια οικονομική συναλλαγή.
«Έχω γραμμάτια να ξεχρεώσω», έλεγε μιλώντας παραβολικά ο γονιός. Ως «γραμμάτιο» ανέφερε την κάθε κόρη. Ένα γραμμάτιο που πρέπει μια μέρα να ξοφληθεί. Έτσι καταλαβαίνουμε γιατί η γέννηση της κόρης δεν χαροποιούσε την οικογένεια. Συνήθως η προίκα μεταβιβαζόταν πριν το γάμο στο συμβολαιογράφο. Ήταν το γνωστό «προικοσύμφωνο». Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως «ο λόγος», η προφορική συμφωνία είχε αξία συμβολαίου!
Από μικρό το κορίτσι μάθαινε το νοικοκυριό του σπιτιού. Το κέντημα, το πλέξιμο, τον αργαλειό. Επίσης συμμετείχε στις αγροτικές εργασίες μαζί με τους μεγάλους. Στην καλλιέργεια του καπνού, στο θέρισμα του σιταριού, στο μάζεμα του βελανιδιού, στη στάνη κ.λπ. Η μάνα ήταν υπεύθυνη για τη σωστή ανατροφή της. Ο πατέρας και τα αδέλφια ήταν υπεύθυνα για την προστασία και επίβλεψη της συμπεριφοράς της κοπέλας. Η παροιμία «η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά σ’ όποιον την έχει» ήταν πολύ γνωστή στην περιοχή. Αναφέρονται περιπτώσεις που όταν μια κόρη «έχασε την τιμή», στιγματίστηκε, διαπομπεύτηκε γι’ αυτό. «Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα», λέει μια άλλη γνωστή παροιμία. Μέχρι και εγκλήματα έγιναν για λόγους τιμής. Ακόμα και αναγκαστικές αυτοκτονίες για λόγους τιμής.
Όταν η κοπέλα έφτανε σε ηλικία γάμου έρχονταν τα προξενιά και οι προξενητάδες και οι προξενήτρες συζητούσαν με τον πατέρα κυρίως τα σχετικά με την προίκα. Η ίδια δεν είχε λόγο στην επιλογή του γαμπρού. Έπρεπε να αποδεχτεί την απόφαση του πατέρα που αφορούσε την παντρειά της. Σπάνια κάποια παντρευόταν από έρωτα. Θεωρούνταν «αμάρτημα της αγάπης» κάτι τέτοιο και είχε δυσάρεστες συνέπειες.
Β) Η ΣΥΖΥΓΟΣ: Όταν η νέα παντρευόταν, η ζωή της συνεχιζόταν στο ίδιο πλαίσιο. Υποταγή στον άνδρα και στην οικογένειά του, πεθερικά, κουνιάδους, κουνιάδες. Τα οικογενειακά θέματα αφορούσαν τους άνδρες. Η γυναίκα δεν μπορούσε να έχει άποψη σε αυτά. Ως «καλή γυναίκα», δηλαδή υποταγμένη στον άνδρα, έπρεπε να υπακούσει στις αποφάσεις των ανδρών.
Η Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου (Ζάκυνθος, 1801-1832), στην αυτοβιογραφία της γράφει ότι φοβάται τον γάμο και ιδίως τους άνδρες «αφέντες»:
«Εγώ εφοβόμουν μεγάλως όλα εκείνα τα κακά, που ημπορούν να συνέβουν εις μίαν υπανδρευμένην, αλλά περισσότερον από όλα εφοβόμουν μεγάλως μην είχε τύχει να πάρω κανένα από εκείνους τους άνδρας, οπού θέλουν να έχουν την γυναίκα τους ωσάν σκλάβα, και την νομίζουν διά κακήν, οπόταν αυτή ωσάν σκλάβα δεν θέλει να φέρεται…». (Βλέπετε: Ελισάβετ Μουτζάν –Μαρτινέγκου, αυτοβιογραφία).
Σημείο υποταγής και απώλειας της ταυτότητάς της ήταν και η απώλεια του ονόματος της παντρεμένης. Μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα οι γυναίκες στα χωριά του Ξηρομέρου παίρνουν το ανδρωνυμικό. Το όνομα ή το επώνυμο του συζύγου και χάνουν σχεδόν το δικό τους. Θα αναφέρω δύο προσωπικά παραδείγματα: Η γιαγιά μου, από την πλευρά της μάνας μου, ήταν η Γιαννούλα Λιβάνη - Κονιώση. Έζησε μέχρι την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα. Όλοι την αποκαλούσαν «Βασίλαινα» ή «Κονιώσω». Δηλαδή με το όνομα του άνδρα της Βασίλη Κονιώση. Το δικό της όνομα περιήλθε σε αχρησία. Υπήρχε μόνο στην ταυτότητα. Η άλλη γιαγιά μου, από την πλευρά του πατέρα, ήταν η Χαρίκλεια Ζαρκαδούλα - Αγγέλη. Και αυτή την αποκαλούσαν με το όνομα ή επώνυμο του άνδρα της Μήτσου (Δημητρίου) Αγγέλη. Σωστότερα με το παρωνύμιο, «παραγκώμι»: «Χατζάρω» από το: «Χατζάρας». Eγώ στα παιδικά μου χρόνια γνώριζα τις γιαγιάδες μου ως: «Κονιώσω» και «Χατζάρω».
Eικόνα: H γιαγιά Χαρίκλεια, «Χατζάρω», με τα εγγόνια της Αλέκο, Μαρία και Δημήτρη (Τάκη). |
Η γυναίκα ακόμα και όταν ο άνδρας ήταν σκληρός απέναντί της, έκανε υπομονή και πρόσεχε τη συμπεριφορά της. Μην προκαλέσει την οργή του. Όταν εκμυστηρευόταν το πρόβλημα στη μάνα της, εκείνη τη συμβούλευε υπομονή! Έτσι κάνουν οι άνδρες. «Όποιος υπομένει κερδαίνει»! Δεν γινόταν λόγος για διαζύγιο! Ήταν απαγορευτική σχεδόν η λέξη, πόσο μάλλον η διαδικασία. Πολλά ζευγάρια πνίγηκαν μέσα στην κόλαση του «ιερού γάμου» τους με «τη συμπαράσταση» πεθερικών, κουνιάδων και συγγενών. Έτσι απαιτούσαν οι οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής. Το δημοτικό τραγούδι εκφράζει το παράπονο της γυναίκας, της «κακοπαντρεμένης».
Υπήρχαν ευτυχώς και εξαιρέσεις. Οι σύζυγοι συμβίωναν και συνεργάζονταν αρμονικά με αμοιβαίο σεβασμό. Η γυναίκα που τιμάει τον άνδρα της τραγουδήθηκε στο δημοτικό τραγούδι:
Η πιστή και αφοσιωμένη
Άλλο τι δεν ζήλεψα μέσ’ τον απάνω κόσμο,
Παρά το γλήγορο άλογο και το γοργό ζευγάρι,
Και τη γυναίκα την καλή, όπου τιμάει τον άντρα.
Η γυναίκα στην Ξηρομερίτικη κοινωνία αναλάμβανε όλες τις δουλειές του νοικοκυριού, του κήπου, των οικόσιτων ζώων και πτηνών. Δύσκολες εργασίες, αν αναλογιστούμε και τις συνθήκες και τα μέσα της εποχής. Ξυπνούσε από τα χαράματα για να ζυμώσει και να ψήσει στον ξυλόφουρνο το ψωμί της οικογένειας. Ετοίμαζε το πρωινό για τους άνδρες που θα πήγαιναν στα χωράφια. Άναβε τη φωτιά στο τζάκι, έψηνε τον καφέ, το φαγητό, την πίτα. Ετοίμαζε το σακούλι για τον τσοπάνη, για το γεωργό. Στο σερβίρισμα του φαγητού έβαζε την καλύτερη μερίδα στον άντρα, στα παιδιά και ό,τι περίσσευε στον εαυτό της. Παρείχε τα πάντα στους άλλους χωρίς να παραπονιέται, χωρίς να αγανακτεί.
Σε πολλά χωριά του Ξηρομέρου υπήρχε έλλειψη νερού, «νεροχλίψα» για να χρησιμοποιήσω την κατάλληλη Ξηρομερίτικη λέξη. Οι γυναίκες κουβαλούσαν νερό από τα πηγάδια ή τη δημόσια βρύση. Φορτωμένες στο κεφάλι με το «γκιουγούμι» και στα χέρια από έναν κουβά επέστρεφαν στο σπιτικό για το μαγείρεμα και το πλύσιμο των ρούχων στη σκάφη. Δύσκολη και σκληρή η ζωή τους. Κατάφερναν όμως να έχουν συγυρισμένα και καθαρά τα σπίτια τους. Πλυμένα και καλοντυμένα τα παιδιά τους με «κεια τα λίγα που ’χανε».
Δεν ήταν μόνο η καθημερινή μεταφορά του νερού στο κεφάλι, πάνω σε ένα κουλουριαστό ύφασμα για βάση, την «πεδιλόγα». Με τον ίδιο τρόπο η γυναίκα κουβαλούσε ένα σακί αλεύρι, ένα σακί βελανίδι, ένα δοχείο λαδιού ή τυριού, ένα δεμάτι πουρνάρια για το φούρνο κ.λπ. Ολόρθη με άνεση, αντοχή και σιγουριά βάδιζε με το φορτίο στο κεφάλι. Από τα παιδικά μου χρόνια κυρίως στο χωριό του πατέρα, τα Βλυζιανά, διατηρώ στη μνήμη μου τέτοιες εικόνες λυγερόκορμων γυναικών. Γυναίκες με κυπαρισσένια κορμοστασιά και βάρος στο κεφάλι. Οι «Καρυάτιδες του Ξηρομέρου»!
Ο Ξηρομερίτης λαογράφος Γεράσιμος Παπατρέχας σημειώνει: «Κι η γυναίκα, δεν έσκυψε ποτέ την πλάτη για να φορτωθεί. Ορθόστητη, λαμπαδένια, κουβαλά στο κεφάλι κάθε φορτίο, αλαφρό ή βαρύ».
Εικόνα: Λευκαδίτισσα γυναίκα. Όμοια με την Ξηρομερίτισσα της εποχής. |
Πρώτη η γυναίκα και στις αγροτικές εργασίες: Από το κλώσιμο του σπόρου, στο φύτεμα του καπνού, στο μάζεμα, στο αρμάθιασμα. Όταν τέλειωνε ο καπνός άρχιζε το μάζεμα του βελανιδιού.Tο «ακαρνανικό μάνα» συμπλήρωνε το φτωχικό οικογενειακό εισόδημα. Όταν η οικογένεια είχε κοπάδι γιδιών ή προβάτων, βοηθούσε στο καθάρισμα των μαντριών, στο άρμεγμα και τυροκόμημα κ.ά. Ακόμα και στη φύλαξη και βόσκηση του κοπαδιού, όταν η ανάγκη το απαιτούσε.
Η γυναίκα, μετά από όλο αυτό το μόχθο, είχε τη δύναμη να συνεχίζει ως αργά το βράδυ το κέντημα, το πλέξιμο και την υφαντική τέχνη. Έπρεπε να ετοιμάσει προίκα για τα κορίτσια, εξοπλισμό για το σπίτι, ρούχα ένδυσης για όλους. Όλα χειροποίητα, όλα από τα άξια χέρια της.
Γ) Η ΜΑΝΑ: Η γυναίκα ως μάνα φρόντιζε να ετοιμάσει την προίκα του παιδιού της: Τις πάνες, τις κουβερτούλες, τις φασκιές για το τύλιγμά του. Χειροποίητα, υφασμένα στον αργαλειό για να ζεσταίνουν το νεογέννητο. Η ίδια παρά την κούραση της θα το κοιμίσει με γλυκά νανουρίσματα που εκφράζουν την επιθυμία της να το δει μεγάλο και ευτυχισμένο. (Βλέπετε: Μ. Ν. Αγγέλη, «Η Φασκιά. Στοιχείο ενδυματολογίας και ακινησίας του βρέφους…». https://xiromeronews.blogspot.com/2019/11/h.html).
Όταν το παιδί πήγαινε σχολείο το ξεπροβόδιζε και το συμβούλευε να ακούει το δάσκαλο, τη δασκάλα και να διαβάζει. Αυτή δεν είχε χρόνο, ούτε και γνώσεις τις περισσότερες φορές να το διαβάσει. Το ξύλο αποτελούσε αποδεκτή παιδαγωγική μέθοδο της εποχής. Τη βία και τον ξυλοδαρμό χρησιμοποιούσαν γονείς και δάσκαλοι για τη συμμόρφωση, πειθαρχία και εκπαίδευση του παιδιού. Η χαρακτηριστική έκφραση του καπετάν Μιχάλη, πατέρα του Καζαντζάκη, προς το δάσκαλο ίσχυε και στην περιοχή του Ξηρομέρου: «-Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κόκαλα δικά μου, μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο». Παρά τις σκληρές μεθόδους, τα παιδιά γίνονταν «άνθρωποι» και πρόκοβαν στη ζωή τους.
Η μάνα ήταν αυτή που διατηρούσε κατά κύριο λόγο την οικογενειακή παράδοση, την ιεραρχία στην οικογένεια, τη φιλοξενία και το σεβασμό προς όλους τους συγγενείς. Φρόντιζε και μοίραζε ανάλογα ρόλους για το κορίτσι και το αγόρι. Το κορίτσι το ανάγκαζε να συμμετέχει στις σπιτικές εργασίες από νωρίς, για να γίνει καλή νοικοκυρά. Το αγόρι μεγάλωνε διαφορετικά. Είχε περισσότερη ελευθερία, δεν του ανέθετε σπιτικές εργασίες και μπορούσε να βγαίνει από το σπίτι με ευκολία. Έτσι συνεχιζόταν ο διαχωρισμός των φύλων σε «ασθενές» και «ισχυρό» αντίστοιχα.
Επίσης η μάνα αναλάμβανε το ρόλο να διαφυλάξει τα στοιχεία της πολιτιστικής ταυτότητας από γενιά σε γενιά, να διατηρήσει την παράδοση, τις θρησκευτικές αντιλήψεις και τις ηθικές αξίες, να αποτελέσει πρότυπο ψυχικής και σωματικής ανθεκτικότητας, επηρεάζοντας τη συμπεριφορά και διαμορφώνοντας τους χαρακτήρες στην Ξηρομερίτικη κοινότητα. Ο σύζυγος δεν εμπλεκόταν σε αυτά τα οικογενειακά και εθιμοτυπικά θέματα.
Η μάνα- χήρα.
Ο θάνατος του άνδρα ήταν καθοριστικός στη ζωή της γυναίκας. Χάνει μέρος της κοινωνικής της ταυτότητας. Η μάνα - χήρα αναπληρώνει σε όλα τον άνδρα της, «ανδροποιείται» και επωμίζεται όλες τις ευθύνες της οικογένειας. «Όποια ’χασε τον άνδρα της, έχασε την τιμή της…» αναφέρει γνωστό μοιρολόγι. Η χήρα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική στη συμπεριφορά της γιατί σχολιάζεται πολύ αυστηρά. Και ιδιαίτερα σε κάποιες κοινωνίες όπως: Ξηρόμερο, Μάνη, Ήπειρο. Στα μοιρολόγια έχουμε πολλές αναφορές στη χήρα:
Κυρά που κάθεσαι ψηλά, κατέβα παρακάτω[…]
Η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν
Αν περπατήσει ταπεινά, της λεν πως καμαρώνει
Κι αν περπατήσει ογλήγορα, της λεν πως εζουρλάθη
Κι αν κουβεντιάσει μ’ άλλονε, της λεν άντρα γυρεύει,
Κι αν γνέθει με τη ρόκα της, της λεν πως προίκα φτιάνει
Κι αν αρρωστήσει και καμμιά, της λεν παιδί θα κάμει
Δ) Η ΠΕΘΕΡΑ: Δύσκολος και αμφισβητούμενος ο ρόλος της πεθεράς. Παρόλο που ως νύφη περνούσε δύσκολα στη σχέση με την πεθερά της, όταν η ίδια έμπαινε σ’ αυτό το ρόλο, εφάρμοζε την ίδια τακτική. Η γυναίκα ως πεθερά, λέγεται, ότι περνά από τη θέση του καταπιεζόμενου στη θέση του καταπιεστή. Ανταγωνιστικές σχέσεις πεθεράς και νύφης καταγράφονται πολλές. Aναφέρονται βέβαια και ελάχιστες καλές εξαιρέσεις. Σεβασμός από την πεθερά στη νύφη και αποδοχή ως κόρη της. Αντίστοιχα σεβασμός από τη νύφη στην πεθερά και αποδοχή ως μάνα του συζύγου. Όποια και αν ήταν η σχέση, η νύφη τυπικά προσφωνούσε την πεθερά «μάνα» ή «μητέρα».
Ως γιαγιά, η πεθερά συνήθως ήταν πολύ καλή και συμμετείχε στο μεγάλωμα των εγγονιών της. Αφηγείται συνήθως παραμύθια και ιστορίες, συμβουλεύει κυρίως τις εγγονές, διδάσκει με υπομονή μαγειρική, κέντημα, οικονομία κ.λπ. Στα αγόρια συμπεριφέρεται διαφορετικά. Το αγόρι δεν πρέπει να ασχοληθεί με το μαγείρεμα, το καθάρισμα, κ.λπ. Είναι γυναικείες δουλειές. Εκείνο είναι ο μελλοντικός αφέντης του σπιτιού. Πρέπει να έχει ως πρότυπο τον πατέρα του.
Είναι σημαντική η προσφορά της πεθεράς στην επιτήρηση και φροντίδα των εγγονιών, σε περιόδους αιχμής που οι γονείς βρίσκονται στις αγροτικές εργασίες. Αυτή αναλάμβανε τότε και τις περισσότερες σπιτικές εργασίες και τα παιδιά. Ήταν πολύτιμη η προσφορά αυτή στην αγροτική οικογένεια της εποχής. Iδιαίτερα σημαντική ήταν η συμμετοχή της γιαγιάς στο αρμάθιασμα του καπνού. Τότε η «βάβω», η «γριά» πρώτη στρωνόταν δίπλα στο σωρό από τα καπνόφυλλα με την ατσάλινη βελόνα στο χέρι. Μερικές υπερήλικες γυναίκες σήμερα αξιολογούν ως θετικό το ρόλο της πεθεράς τους. Η μνήμη επιλεκτική συγκρατεί μόνο τα οφέλη.
Εικόνα: Υπέργηρη γυναίκα στο αρμάθιασμα του καπνού. |
Η «κακιά» πεθερά και η ακραία συμπεριφορά προς τη νύφη σε αρκετές περιπτώσεις έδωσε έμπνευση στη δημοτική ποίηση και στη λογοτεχνία. Η κωμική τηλεοπτική σειρά «Επτά Θανάσιμες Πεθερές» που ως ιδέα βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο της Νίκης Τάντση, παρουσίαζε σε αυτοτελή επεισόδια διαφορετικούς χαρακτήρες της πεθεράς.
Για να είμαστε δίκαιοι, κάποιες φορές, και η νύφη έδειχνε έλλειψη σεβασμού, κακή συμπεριφορά και αχαριστία προς την πεθερά της. Τότε η πεθερά ήταν που υπέφερε και έκανε υπομονή για χάρη του παιδιού της.
Δύσκολες οι σχέσεις των δύο γυναικών και μάλιστα σε μια εποχή που συμβίωναν στο ίδιο σπίτι. Ένας αδιάκοπος «εμφύλιος» πόλεμος με θύμα τις περισσότερες φορές τη νύφη, κάποιες την πεθερά, πάντοτε όμως τη σχέση και τη ζωή του ζευγαριού.
Ε) Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ: Η γυναίκα δεν είχε πολιτικά δικαιώματα. Όταν απέκτησε δικαίωμα ψήφου το 1952, η ψήφος της ήταν επιλογή του πατέρα ή του συζύγου της. Από εκείνους έπαιρνε έτοιμο το ψηφοδέλτιο, με τους σταυρούς των υποψηφίων. Κάποιες υπερήλικες συνεχίζουν μέχρι σήμερα να το κρύβουν «σταυρωμένο» στην τσέπη μέχρι την κάλπη.
Οι γυναίκες και οι κόρες ήταν αποκλεισμένες από το δημόσιο χώρο του καφενείου. Τα καφενεία ήταν αποκλειστικά στέκια και χώροι ψυχαγωγίας των ανδρών. Σαν αναψυχή οι γυναίκες είχαν τις βραδινές επισκέψεις στο σπίτι η μια της άλλης. Ήταν «οι αποσπερίδες» της εποχής. Στα σπίτια μαζί με τις γειτόνισσες αστειεύονταν, σχολίαζαν, κουτσομπόλευαν για να περάσει η ώρα. Το κουτσομπολιό, η κοινωνική κριτική ήταν ψυχοθεραπεία τότε για τις γυναίκες. Πολλές φορές στον ελεύθερο χρόνο της η γυναίκα έγνεθε, κεντούσε, έπλεκε για τις ανάγκες των παιδιών και της οικογένειας. Αξιοποιούσε και τον ελάχιστο χρόνο της προσφέροντας πάλι στην οικογένεια. Δεν τον διέθετε για προσωπική ψυχαγωγία και ξεκούραση.
Επίσης αξιοποιούσε την έξοδό της από τον οικιακό χώρο για μεταφορά του νερού από τη δημόσια βρύση. Εκεί, μέχρι να έρθει η σειρά της, μπορούσε να συνομιλήσει με τις συγχωριανές της για τα σημαντικά ή ασήμαντα γεγονότα του χωριού. Ίσως αυτές οι συζητήσεις γύρω από τη βρύση ή το πηγάδι και οι αστεϊσμοί μεταξύ τους απάλυναν τη δυσκολία της εργασίας του νεροκουβαλήματος.
Η γυναίκα μπορούσε να πηγαίνει καλοντυμένη μέχρι την εκκλησία. Είχε και τη δυνατότητα να βγαίνει με χαρά στο δημόσιο χώρο του χωριού, όταν γινόταν το πανηγύρι. Μία φορά το χρόνο! Στη γιορτή του Αγίου ή της Αγίας του χωριού. Εκεί συνοδευόμενη από τον πατέρα, τα αδέλφια ή το σύζυγο ως παντρεμένη, επιτρεπόταν να χορέψει τα παραδοσιακά τραγούδια. Συμμετείχε επίσης σε συγγενικά γλέντια, αρραβώνες, γάμους, βαπτίσεις και γιορτές.
Φρόντιζε η ίδια τους ηλικιωμένους γονείς του συζύγου της. Πρόσφερε ακόμα βοήθεια και συμπαράσταση σε άλλες γυναίκες του χωριού που είχαν ανάγκη. Ιδιαίτερα σε όσες πενθούσαν. Συμπαραστεκόταν στο θρήνο των νεκρών συγγενών ή συγχωριανών. Περίφημες Ξηρομερίτισσες μοιρολογίστρες αυτοσχεδίαζαν μοιρολόγια προς τιμή των νεκρών. (Βλέπετε: Μ. Ν. Αγγέλη, «Ξηρομερίτισσες μοιρολογίστρες: Οι ποιητάρισσες του θανάτου», στο Περιοδικό: Τα Αιτωλικά, έκδοση ΑΙ.ΠΟ. Ε, τεύχος 10).
Ο Γάλλος Φιλέλληνας, Claude Fauriel που εξέδωσε το 1824 την Α Συλλογή με τίτλο: «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια», γράφει για τις μοιρολογίστρες: «Ασφαλώς, μονάχα με μια έντονη πίεση του εαυτού τους, και με κάποια εσωτερική μεταμόρφωση από τις πιο εκπληκτικές, γυναίκες ντροπαλές, αμόρφωτες και αγράμματες πετυχαίνουν την προσπάθεια που τους επιβάλλει το έθιμο κατά τη νεκρώσιμη τελετή. Πρόκειται για μια εξαιρετικά δύσκολη, ομολογουμένως προσπάθεια…».
Επίσης οι γυναίκες συμμετείχαν στα μνημόσυνα και τις απαραίτητες τελετουργίες. Παρασκευάζουν τα κόλλυβα, ζυμώνουν άρτους και πρόσφορα. Αυτές αναλάμβαναν το καθάρισμα της εκκλησίας και των εξωκλησιών. Καθώς τη φροντίδα του μνήματος και το άναμμα του καντηλιού καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Παίρνουν πρόσφορα, «λειτουργιές», γράφουν «ψυχοχάρτια» για ανάπαυση των ψυχών και πηγαίνουν τα ψυχοσάββατα στην εκκλησιά. Αποδίδουν έτσι τιμή στους νεκρούς της οικογένειας.
Είναι άξιο θαυμασμού αυτό το «ασθενές» φύλο, η γυναίκα, και μάλιστα η Ξηρομερίτισσα, με πόσο σθένος αναλαμβάνει τόσες ευθύνες και διεκπεραιώνει σθεναρά τόσες εργασίες.
Ο Δήμος Ξηρομέρου προς τιμή της Ξηρομερίτισσας Γυναίκας ας στήσει αγάλματα, προτομές και τιμητικές στήλες. ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ.
Οι πολιτιστικοί και άλλοι σύλλογοι ας προγραμματίσουν αφιερώματα στην αφανή ηρωίδα του Ξηρομέρου. ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΞΗΡΟΜΕΡΙΤΙΣΣΑ ΤΟΥ ΧΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΤΑ.
Γι’ αυτές τις ανώνυμες γυναίκες θα αφιερώσω τους στίχους του Σολωμού:
«Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς στο λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω».
(Δ. Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι).
Εικόνα: H μάνα, του Χρήστου Καπράλου. Γλυπτοθήκη Αγρίνιο. |
Εικόνα: Η γιαγιά με τα εγγόνια. Ίζεβσκ, Ρωσία. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Όλα τα σχόλια θα εμφανίζονται μετά την έγκρισή τους από τους διαχειριστές του ιστολογίου.
Σχόλια υβριστικά, συκοφαντικά, ειρωνικά, υποτιμητικά, μειωτικά και απαξιωτικά ή σχόλια χυδαία, σεξιστικά, ρατσιστικά και θρησκευτικού μίσους, σχόλια με μηνύματα που δεν καταλαβαίνουμε, ονομαστικές αναφορές σε απλούς πολίτες και προβοκατόρικα ή σχόλια που δεν έχουν σχέση με τη παραπάνω ανάρτηση, ΔΕΝ θα δημοσιεύονται.
Επίσης ΔΕΝ θα δημοσιεύονται σχόλια που δείχνουν φανερά ότι ο σχολιαστής δεν γνωρίζει καν το θέμα που σχολιάζει, έχει φανερά πλήρη άγνοια για το αντικείμενο της ανάρτησης και απλώς σχολιάζει για να δει το σχόλιο του να δημοσιεύεται και να αισθανθεί ο ίδιος ικανοποίηση.
Τα σχόλια και τα κείμενα των αναγνωστών εκφράζουν τους ίδιους και δεν υιοθετούνται κατά ανάγκη από το παρόν ιστολόγιο.
Παρακαλούμε τους αναγνώστες μας να διατυπώνουν τα σχόλια τους με κόσμιο τρόπο για να δημοσιευτούν.
Η Ελληνική γλώσσα είναι πολύ πλούσια για να πούμε αυτό που θέλουμε και να ασκήσουμε την κριτική μας, αποφεύγοντας όλα τα πιο πάνω που αναφέρονται.
Εάν παρ' όλα αυτά κάποιος θεωρεί ότι θίγεται από ανάρτηση ή σχόλιο στο Blog, καλείται να επικοινωνήσει μαζί μας μέσω του e-mail προς αποκατάσταση.