Γράφει ο Δημήτρης Αρβανίτης.
Συνταγματάρχης ε.α.
Ο Κοσμάς είχε φάει τις θάλασσες με το κουτάλι. Μπάρκαρε στα εικοσιδύο του και για τριάντα ένα χρόνια, η οικογένεια του, τον είχε δει ελάχιστες φορές. Ποια οικογένεια δηλαδή; Η γυναίκα του και το ένα και μοναδικό κορίτσι που πρόλαβε να κάνει. Ο κόσμος έλεγε ότι δεν άντεχε τη συμβία του, που ήτανε μια μέγαιρα μ΄ ένα στόμα οχετό. Κουτσομπόλα και μοχθηρή, άσχημη και ακοινώνητη, με το μόνο που βρίσκονταν σε καλή σχέση ήταν το χρήμα. Ο Κοσμάς είχε ανοίξει πριν παντρευτεί ένα μίνι μάρκετ σ΄ένα σημείο πέρασμα, στη μικρή τους πόλη, το οποίο απ΄ τη πρώτη στιγμή αποδείχτηκε χρυσωρυχείο. Κι ήταν ψηλό και ρωμαλέο παιδί, δηλαδή μη φανταστείτε καμιά ομορφιά αρχαίου Έλληνα Θεού, αλλά παλλήκαρος, θα μπορούσε να έχει μια πολύ καλύτερη γυναίκα. Τότε γιατί πήρε τη Μαρία την άσχημη και τη πάγκακη; Κατ΄αρχήν άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, αλλά κάποιοι λένε ότι τον βρήκε σε αδύνατη στιγμή ο θείος της Μαρίας, που ήταν και γείτονας του Κοσμά κι εκεί που πίνανε κάτι ούζα έξω απ΄ το μίνι μάρκετ ένα Σαββατόβραδο, του πήρε το ναι στο προξενιό που του έκανε με την ανιψιά του.
Κι όταν την άλλη μέρα το πρωί ο Κοσμάς κατάλαβε τι έκανε, δεν τα μάζεψε. Είχε λόγο, είχε μπέσα δεν μπορούσε να το γυρίσει. Κι έτσι ακολούθησε τη μοίρα του. Η οποία μοίρα του έφερε κι ένα κορίτσι, ίδιο κι απαράλλαχτο η μάνα του, άσχημο και γκρινιάρικο. Υπέμενε ένα χρόνο ο Κοσμάς και μετά την έκανε. Να χωρίσει δεν μπορούσε, ο κοινωνικός περίγυρος ασφυκτικός. Έτσι η θάλασσα που ήταν και η μεγάλη του αγάπη δηλαδή, αποδείχτηκε μια πολύ καλή λύση, στην οποία συμφώνησε κι η Μαρία η άσχημη γιατί θα της έφερνε περισσότερο χρήμα. Κι έτσι ο Κοσμάς ο Ινδικοπλευστής, την έβγαλε στους ωκεανούς, μακριά απ την οικογένεια που δεν ήθελε εκείνος αλλά το ούζο 12.
Μετρημένες όλες κι όλες οι φορές που γύρισε στο σπίτι του, τέσσερις ήταν: Μια στο γάμο της Μορφούλας της κόρης του κι άλλες τρεις φορές στα τρία επόμενα χρόνια που γεννούσε η Μορφούλα κόρες. Και το ωραίο της ιστορίας είναι ότι και οι τρεις τους δεν έμοιασαν στη μητέρα τους ή στη γιαγιά τους, ούτε στον πατέρα τους, αλλά στον Κοσμά. Ψηλές για γυναίκες, αθλητικά κορμιά, τσολιάδες και στο πρόσωπο όχι πολύ όμορφες, αλλά είχαν ένα χαρακτηριστικό που τις έκανε ιδιαίτερες. Όλες είχαν μπλε μάτια. Μελαχρινές μακρύ μαλλί με μπλε μάτια της θάλασσας, σαν να ήθελαν να ευχαριστήσουν το παππού τους. Ελκυστικό το σύνολο, σίγουρα.
Αλλά η πουτάνα η ζωή πως τα φέρνει κι άλλαξε τη ρότα του Κοσμά, κι όχι μόνο τη δική του. Τριάντα και ένα χρόνια στους ωκεανούς, δεν είχε πάθει τίποτε. Ούτε ναυάγια ούτε ατυχήματα. Ασυνήθιστο για ναυτικούς αλλά έτσι ήταν η τύχη του, που όμως άλλαξε σε μια μέρα. Βρισκόντουσαν στο Κέιπ Τάουν στη Νότια Αφρική όταν μια αδυναμία που είχε εμφανιστεί πριν από μέρες, τον κατέβαλε τελείως. Λιποθύμησε και τον πήγαν στο νοσοκομείο της πόλης. Οι γιατροί μετά από πολλές εξετάσεις βρήκαν την αιτία σ΄ ένα σπάνιο ιό, που είχε προσβάλλει τα νεύρα των κάτω άκρων και τα νέκρωσε. Σταμάτησαν τον ιό, αλλά το κακό είχε γίνει. Ο Κοσμάς ο Ινδικοπλευστής εγκατέλειψε τους ωκεανούς σε αναπηρικό καροτσάκι και γύρισε με αεροπλάνο στην Αθήνα. Κι ακούστε τώρα πως η ειμαρμένη συνέχισε την ιστορία του. Η Μαρία η άσχημη μαζί με τη Μορφούλα τη κόρη τους ταξίδευαν για την Αθήνα, να τον πάρουν απ΄το αεροδρόμιο. Σε μια στροφή στο στενό δρόμο, από το Γαλαξίδι για την Ιτέα, ένα φορτηγό που μάλλον κοιμήθηκε ο Ιταλός οδηγός του, ξέφυγε από το ρεύμα του και πάτησε στη κυριολεξία το Ιμπιζάκι της Μόρφως. Μάνα και κόρη αποδήμησαν ακαριαία εις Κύριον ή σε διαβόλους, ποιος άλλωστε μπορεί να πει με σιγουριά; Δηλαδή για τη Μαρία την άσχημη έχω μιά πρόβλεψη για τη κόλαση, αλλά ξέρω κι εγώ, μπορεί κι οι διαβόλοι να μη τη θέλουν...
Κι απόμεινε αμανάτι στο αεροδρόμιο ο Ινδικοπλευστής να περιμένει. Κάποια στιγμή τα νέα έφτασαν στο γαμπρό του κι άρχισε ένα εφιαλτικό τριήμερο για όλους. Επιστρατεύθηκαν συγγενείς και φίλοι. Άλλοι να φροντίσουν τα παιδιά, άλλοι τις μακαρίτισσες κι εκείνος ο φίλος του ο θείος της Μαρίας που κακό αλλά και καλό χρόνο νάχει, περιμάζεψε τον Κοσμά απ΄ τα απολεσθέντα της Ολυμπιακής. Κηδείες, μνημόσυνα, ο Θεός ν΄αναπάψει τη ψυχή τους, τα γνωστά τα ξέρετε κι εσείς.
Πέρασαν οι μέρες του πένθους κι άρχισαν οι σκέψεις, τι κάνουμε τώρα; Τα κορίτσια μικρά, εννιά, δέκα και έντεκα χρονών, το μαγαζί το δούλευε η Μαρία η άσχημη, χαμπάρι δεν είχε ο γαμπρός. Αυτός με κάτι χωράφια και μερικά ζωντανά ασχολιόταν. Κι έτσι πήραν τη μεγάλη απόφαση κι άφησαν το όμορφο Γαλαξίδι για τη πρωτεύουσα. Με τα χρήματα της ασφάλειας του Κοσμά αγόρασαν ένα μεγάλο σπίτι να χωράει τα κορίτσια και τους δύο άντρες, βρήκαν και μια Φιλιππινέζα να τους κάνει το νοικοκυριό κι εγκαταστάθηκαν στο Καματερό, στις Δυτικές συνοικίες της Αθήνας.
Με αυτόν τον δραματικό τρόπο άρχισε η συμβίωση του Κοσμά με τον άοσμο και άχρωμο γαμπρό του, τον οποίον δεν τον συμπαθούσε κιόλας. Ήταν αδιάφορος, είτε βρισκόταν σπίτι, είτε όχι το ίδιο ήταν. Είχε βρει δουλειά, φύλακας σ΄ένα εργοστάσιο, μια βδομάδα μέρα, μια βδομάδα νύχτα. Κι ο Κοσμάς είχε αναλάβει το φαγητό του σπιτιού. Στα χρόνια της θάλασσας είχε εξελιχτεί σε άριστο μάγειρα. Οι εγγονές του λάτρευαν τα φαγητά του, τις ναυτικές του ιστορίες κι αυτόν τον ίδιο. Την αγάπη που δεν τη βρήκε σε παιδί και γυναίκα, τη βρήκε στις εγγονές του, που του την έδωσαν ανυπόκριτα και απλόχερα. Κορίτσια γεμάτα ζωή με αγάπη στον αθλητισμό και τη μόρφωση, αποτέλεσαν το ελιξήριο της δύσκολης αναπηρικής ζωής του Κοσμά. Ο ίδιος είχε καταφέρει να φροντίζει τον εαυτό του μόνος του κι είχε δύο μόνο απολαύσεις. Κάθε πρωί και απόγευμα καφέ και τσιγάρο στο μπαλκόνι του σπιτιού του και κάθε Κυριακή, όταν ο κόσμος της ηλικίας του πήγαινε στην εκκλησία, αυτός με τη Φιλιππινέζα παρέα πήγαινε στο Σούνιο κι όλο το πρωινό αγνάντευε τη θάλασσα, βάζοντας τη Φιλιππινέζα να απαγγέλλει Καββαδία. Φανταστείτε τη μαυρούκω τώρα εσείς σε σπαστά ελληνικά να λέει.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί.
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ΄αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δε πηγαίνω.
Σουρεάλ καταστάσεις, αλλά ήταν το μόνο μαρτύριο της Μελίζα, που δεν μπορώ να πω ότι πολυκαταλάβαινε τη ναυτική γλώσσα του Καββαδία. Εδώ ούτε τα ελληνικά δεν ήξερε καλά – καλά.
Οικονομικά τα κατάφερναν. Τα σωσμένα των χρόνων της θάλασσας του Κοσμά, κάτι λίρες της Μαρίας της Άσχημης που τις ανακάλυψαν χωμένες σε στρώματα, η σύνταξη του, αλλά κι η δουλειά του γαμπρού, τους έφταναν να ζουν με αξιοπρέπεια και να σπουδάζουν οι μικρές πριγκίπισσες. Πέρασαν τα χρόνια, ήρθε κι η κρίση που όλους τους άγγιξε. Όπως και την οικογένεια του Κοσμά άλλωστε. Η μεγάλη έκανε μεταπτυχιακά και δούλευε στη Στοκχόλμη. Τον επόμενο χρόνο, τράβηξε και τις μικρότερες. Κι έμεινε ο Κοσμάς μόνος, με τον αόρατο γαμπρό του και τη Μελίζα. Η στεναχώρια καθημερινή που δεν μπορούσε να βλέπει τις εγγονές του, το ελιξήριο της ζωής του. Με τον γαμπρό του δεν είχε καμία επικοινωνία όξω από κάποιες ζωηρές ανταλλαγές ηχητικών μηνυμάτων τις Παρασκευές μετά από υπερκατανάλωση λευκής φασολάδας. Η απόλυτη μοναξιά. Κι έτσι εμφανίστηκε η πίεση. Απ΄ τη πίεση της απουσίας των εγγονών, παρουσιάστηκε η πίεση της καρδιάς που μέρα με τη μέρα μεγάλωνε. Είχε φτάσει σε σημείο να μην ελέγχεται ούτε με φάρμακα. Κι ύστερα μπήκε σε κατάθλιψη. Καταθλιπτική διαταραχή και τα τοιαύτα.
Ήταν ημέρα Κυριακή του μήνα Μάιου, σε ένα λαμπερό αττικό ουρανό: Ντύθηκε με ένα ωραίο κατάλευκο κοστούμι, φόρεσε ένα κατακόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο και με τη συνοδεία της Μελίζα τράβηξε για το Σούνιο.
Κοίταζε τα πελάγη και κάπνιζε το ένα τσιγάρο πίσω από τ΄ άλλο. Ζήτησε απ΄ τη Μελίζα να του απαγγείλει το αγαπημένο ποίημα του Καββαδία, που πίστευε πως ήταν γραμμένο ειδικά γι΄αυτόν: ΄΄Κοσμά του Ινδικοπλευστή΄΄.
Πήγες εκεί που εδίδασκε το πράσινο πουλί,
όπου της μάγισσας ο γιος θ' αντάμωνε το στόλο.
Έλυνε κείνος με σπαθί όσα η γραφή διαλεί.
Μα εσύ ξηγάς τα αινίγματα καινούργιων Αποστόλων.
Μπροστά σου τρεις ελέφαντες ντυμένοι στα χρυσά,
όξω απ' του Βούδα τη σπηλιά, ψηλά στην Κουρνεβάλα.
Τώρα σκοντάφτεις, Γέροντα, στου δρόμου τα μισά
και πας για να λειτουργηθείς σε γάιδαρο καβάλα.
Όταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό
και προσκυνάω για κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο,
πες μου, στην άγια πίστη σου, πώς να προσευχηθώ;
σε ποιον να ξομολογηθώ και πού να μεταλάβω;
Ο Θεός είναι πανάγαθος, Κοσμά, και συχωρά,
όμως γδικιέται αμείλιχτος ο γέρο-Ποσειδώνας.
Το 'δανε λένε βουτηχτές: του σαλαχιού η ουρά.
Κάποια στιγμή της είπε να τον αφήσει μόνο του.
Με το τσιγάρο στα χείλη, το βλέμμα φωτεινό προς το πέλαγος κι ένα μισό χαμόγελο, πίεσε το φρένο της αναπηρικής του καρέκλας για να λυθεί κι αργά αργά κύλησε στο γκρεμό και βούτηξε στη θάλασσα.
Κι εκείνη ευχαριστημένη που γύρισε ο χαμένος της γιος, τον αγκάλιασε και τον πήρε μαζί της για άλλα νερά, για άλλα πελάγη ....
...ενώ η Μελίζα ούρλιαζε:
‘’Βοήτια, τρέχτε, πάει το παππούς, χάθηκε το Κοσμάς παππούς ...
Κι ο γαμπρός του αργότερα, έλεγε στους γειτόνους:
Δυστυχώς, ο παππούς είχε πίεση!
Εξαιρετικό....
ΑπάντησηΔιαγραφήΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή