Έχουμε την χαρά και την τιμή σήμερα στο Blog μας να φιλοξενούμε ένα καταπληκτικό κείμενο - ιστορική μελέτη, του συμπατριώτη και προσωπικού μας φίλου κ. Σπύρου Δ. Ζαβογιάννη. Θέμα του κειμένου η καταστροφή της αρχαίας πόλης της Αλυζίας. Πραγματικά αξίζει και σας προτείνουμε να αναγνώσετε το κείμενο, για να γνωρίσετε άγνωστα ιστορικά στοιχεία της περιοχής που ζούμε και που με πολύ ωραίο και γλαφυρό τρόπο, μας παρουσιάζει ο συμπατριώτης μας κ. Σπύρος Δ. Ζαβογιάννης, μετά από πολύ κοπιαστική, προσωπική χρονοβόρα εργασία και μελέτη διάφορων ιστορικών πηγών.
Του κ. Σπύρου Δ. Ζαβογιάννη.
1. Πρόλογος.
Η εργασία αυτή, που αναφέρεται στους χρόνους καταστροφής της πόλης της Αλυζίας με τον τίτλο: «Το κύκνειο άσμα της Αλυζίας, τα προηγηθέντα γεγονότα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας – Βενετοκρατίας». Είναι μία εργασία, που προέκυψε κάτω από ένα μοναδικό προβληματισμό, και φυσικά δεν ήταν εύκολο να υλοποιηθεί. Αλλά η μακροχρόνια απασχόλησή μας με την αιώνια πόλη μας, μας έδωσε αυτή την δυνατότητα, να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε αυτή την προβληματική, κάτι το οποίο απασχόλησε και τις γενιές που πέρασαν από εδώ, και έζησαν σε τούτα τα χώματα, χωρίς φυσικά να έχουν τις πληροφορίες της καταστροφής της.
Αλλά και οι μετέπειτα γενιές αναζητούν το χρόνο και τον τρόπο, που αυτή η πόλη των τριών χιλιετηρίδων, χάθηκε από προσώπου της γης. Εδώ κτυπούσε η καρδιά της και ακούγονταν ο παλμός της, εδώ που για χιλιετηρίδες δημιουργικού βίου, επικρατεί η εγκατάλειψη και η ερήμωση.
Ένα πέπλο μυστηρίου συνεχίζει να καλύπτει τούτο το γεγονός, και αποτελεί σημείο προβληματισμού, για τους εδώ επισκέπτες, που αντικρίζουν τα λιγοστά απομεινάρια, που άφησε στο πέρασμα των αιώνων.
Προσπαθήσαμε να πλησιάσουμε με την δική μας οπτική γωνία αυτόν τον μεγάλο προβληματισμό. Πολύ πιθανόν να υπάρχουν και άλλες προσεγγίσεις που ο ιστορικός του μέλλοντος αν ήθελε ασχοληθεί με το θέμα, θα μας δώσει.
Η παρούσα εργασία αφιερώνεται στον αγαπητό μου φίλο και ευρυμαθή μελετητή Γεώργιο Παπαστάμο.
Με εκτίμηση
Σπύρος Δ. Ζαβογιάννης
2. Εισαγωγή.
Είναι πάρα πολύ σημαντικό το να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε το χρόνο της καταστροφής της πόλης της Αλυζίας, η οποία θα πρέπει να έλαβε χώρα περίπου στα μέσα του 16ου αιώνα. Ένα κύκνειο άσμα, που ακούγεται ακόμα και σήμερα στα γύρω βουνά, στους λόφους, στις πεδιάδες και στις γειτονικές θάλασσες και τούτης, της μοναδικής πολιτείας, που δήλωνε παρουσία σε τούτο τον τόπο περίπου τρείς χιλιετηρίδες, από τότε που κτίστηκε από τον Ικάριο Βασιλιά της Σπάρτης. Βέβαια δεν είναι εύκολη αυτή η προσέγγιση, γιατί δεν υπάρχουν γραπτές πηγές, δεν υπάρχουν μαρτυρίες από την τοπική παράδοση, της οποίας η μνήμη δυστυχώς έχει εξασθενήσει πάρα πολύ ακόμα και σε πολύ χαρακτηριστικά γεγονότα και που σημάδεψαν την μοίρα των εδώ διαβιούντων πληθυσμών, όπως αυτό της καταστροφής της πόλης τους.
Πόσες πολιορκητικές πιέσεις άντεξε στο διάβα των τριών χιλιάδων χρόνων ιστορίας της, πόσες πειρατικές επιθέσεις να δέχθηκε και αμύνθηκε, πόσοι από τούς γενναίους υπερασπιστές της να έπεσαν πάνω στις ντάπιες των τειχών, υπερασπιζόμενοι με το αίμα τους την μοναδική πολιτεία τους. Με πόσο αίμα Αλυζιακό βάψανε τις γειτονικές θάλασσες δίνοντας από τα πολεμικά τους πλοία ναυμαχίες με εχθρικά και πειρατικά πλοία. Πόσες κοπέλες, σύρθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Μπαρμπαριάς. Πόσα θανατηφόρα πλήγματα να δέχθηκε η πόλη η οποία μετά από κάποια χρόνια, κάθε φορά επανεύρισκε τον ρυθμό της, και έτσι συνέχιζε την ιστορική της πορεία, μια πορεία με λαμπρά οικονομικά και πολιτιστικά επιτεύγματα.
Με την καταστροφή της ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο, οπισθοδρόμησης και φυσικά οι οικονομικής καχεξίας, για όλη την ευρύτερη περιοχή. Οι πληθυσμοί της αποσύρονται, από την παραλιακή ζώνη, όσοι επέζησαν της φονικής πειρατικής μάχαιρας και πιάσανε τις υπώρειες των Ακαρνανικών, όπου για δύο περίπου αιώνες θα οργανώσουν την ζωή τους ζώντας βίο νομαδικό, μέχρι να πάρουν δειλά δειλά την απόφαση, να κατέβουν προς τα κάτω, εκεί που ζούσαν οι πρόγονοί τους, θ’ αντικρίσουν τα ερείπια της πόλης τους και πόσα είχαν ακούσει γι’ αυτήν μέσα από διηγήσεις, που γι’ αυτούς έμοιαζαν σαν ένα μακρινό παραμύθι. Θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε αυτή την δύσκολη για τους πληθυσμούς περίοδο της Τουρκοκρατίας - Βενετοκρατίας, η οποία ήταν μια από τις χειρότερες περιόδους, που βίωσε ο τόπος τον 15ον - 16ον αιώνα.
Η αμφίστομη πειρατική μάχαιρα, που ήταν ανελέητη και κατάσφαξε πολλούς των Αλυζαίων, πήραν πολλές παρθένες σκλάβες, το γοερό τους κλάμα σμίγει με το κύκνειο άσμα της πόλης, που για πρώτη και τελευταία φορά έζησε τούτη την ολοκληρωτική καταστροφή. Ποιός πραγματικά Αλυζαίος θα μπορούσε να προβλέψει τούτο το θανατηφόρο πλήγμα, που δέχθηκε από έναν Ελληνικής καταγωγής πειρατή και γενίτσαρο τον Χαϊρεδίν Βαρβαρόσσα (ή Χρήστο Γιακούμπογλου), που με τόση μανία κατάσφαξε και κατέστρεψε τους γειτονικούς νησιωτικούς πληθυσμούς, αλλά και αυτούς τούς στεριανούς και το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι το εξής: Η πόλη, έτυχε να είναι ολιγάνθρωπος και φυσικά δεν διέθετε αρκετό αριθμό υπερασπιστών, που θα μπορούσαν να υπερασπιστούν το Αλυζιακό Κυκλώπειο τείχος ή συνέβη κάτι άλλο που εμείς αγνοούμε;
Πολύ πιθανόν κι εδώ να βρέθηκε ανοιχτή κάποια Κερκόπορτα, των τειχών όπου ο εχθρός, κατάφερε να εισέλθει, και να μην αφήσει λίθο πάνω στο λίθο μετά την εκπόρθηση της, γιατί σύμφωνα με την άποψη κάποιων ειδικών, τα κάστρα πέφτουν μόνο από μέσα, και μάλιστα ένα τόσο δυνατό διπλό τείχος, που πληρούσε τις προδιαγραφές της αιώνιας προστασίας των Αλυζαίων. Και τούτο το λέμε όχι για να αμαυρώσουμε κάποια ιστορική περίοδο της τρισχιλιετούς ιστορίας της πόλης, αλλά σε τούτο τον τεράστιο πολεμικό ανταγωνισμό Βενετών και Τούρκων, πολλοί των κατοίκων είχαν ταχθεί με το μέρος του ενός ή του άλλου. Δεν έχουμε αποδείξεις να υποστηρίξουμε αυτή την άποψη, απλώς και μόνο την αναφέρουμε. Ποιος από τούς Αλυζαίους, που ζούσε στην περιτείχιστη πόλη του θα μπορούσε να φανταστεί τον τόπο έρημο, που έσφυζε από ζωή και δημιουργία.
Γενιές γενεών έζησαν σε τούτο τον τόπο, εδώ ανέπτυξαν τις δραστηριότητές τους, εδώ έδωσαν πολεμικούς αγώνες, εδώ έζησαν ειρηνικές δημιουργικές περιόδους. Μία τρισχιλιετή ιστορία, που μόνο με τα μάτια της ψυχής μας θα μπορούσαμε να την προσεγγίσουμε.
Τα λαμπρά πολιτιστικά μνημεία της, όσα φυσικά γλύτωσαν από την αρπακτικότητα των Ρωμαίων, έργα Αλυζαίων καλλιτεχνών, αλλά και ξένων που στόλιζαν τους δημόσιους χώρους της Αλυζίας, βρίσκονται εδώ σωρούς ερειπίων.
Οι Βάνδαλοι του πολιτισμού Οσμανίδες ή και γενίτσαροι ήταν αυτοί που ξεθεμελίωσαν την πόλη, της, κατάφεραν το χαριστικό θανατηφόρο κτύπημα, κατάφεραν την καρδιά της να σταματήσει να χτυπάει.
Έτσι ήταν γραφτό από τη μοίρα να γίνει, και να μην επανεύρει τον εαυτό της, γιατί τούτη η καταστροφή της ήταν ολοκληρωτική. Το μεγάλο ερωτηματικό είναι πως δεν βρέθηκε κάποιος από τούς κατοίκους της να καταγράψει, ν’ αποτυπώσει αυτές τις τελευταίες στιγμές της. Γιατί και αυτά τα χαρακτηριστικά, δραματικά γεγονότα τα παρέσυρε το ποτάμι της λησμονιάς. Εδώ υπάρχουν μνήμες πολλές, που θα μπορούσαν να είχαν διασωθεί. Δυστυχώς η λησμοσύνη υπερτερεί κι εδώ της μνημοσύνης. Οι Αλυζαίοι ξεδιψούσαν μόνο από τη μία πηγή, δεν θέλανε μάλλον να θυμούνται αυτές τις άσχημες μνήμες, που τους είχαν στιγματίσει την ζωή τους.
3. Τα προηγηθέντα γεγονότα της καταστροφής της Αλυζίας. Περίοδος Τουρκοκρατίας – Βενετοκρατίας.
Μετά την πτώση της βασιλίδας των πόλεων το 1453, ένα γεγονός, που συγκλόνισε όλες τις τότε Βυζαντινοκρατούμενες περιοχές, μία από τις οποίες ήταν και η Ακαρνανία, θα έχει φυσικά τεράστιες επιπτώσεις στα κατοπινά χρόνια στην ζωή των εδώ διαβιούντων πληθυσμών, οι οποίοι θα ζήσουν ανεπανάληπτα καταστροφικά γεγονότα, που θα τους στοιχίσουν την πατρική γη τους, την ζωή τους, τις περιουσίες τους και γενικά θα στιγματίσουν τις γενιές που θα ζήσουν από εδώ και κάτω.
Μετά από μία λαμπρή τρισχιλιετή πραγματικά περίοδο, που τούτη η πόλη βίωσε και έζησε, και κατάφερε ν’ αναπτύξει ένα μοναδικό πολιτισμό, που ήταν το καύχημα και η ελπίδα των Αλυζαίων, τώρα στα μέσα περίπου του 16ου αιώνα έμελλε να γευθούν την οπισθοδρόμηση, την μιζέρια, την εγκατάλειψη, αλλά και το χάσιμο αυτής της πολυαγαπημένης πατρίδας τους, όπου τα οστά των προγόνων τους βρισκόντουσαν θαμμένα στα πιο περίοπτα μέρη των γύρω περιοχών.
Ήταν ο προγονικός τους τόπος, που τον αγάπησαν και τον λάτρευσαν, ήταν τα πατρικά τους χώματα, όπου εδώ οι περασμένες γενιές απόθεσαν τα όνειρα και τις ελπίδες τους. Από εδώ και κάτω ένα άλλο κεφάλαιο μέλλει ν’ ανοίξει, ένα κεφάλαιο, που θα είναι πολυαίμακτο, αλλά τέλεια καταστροφικό για τους πληθυσμούς και για τον τόπο τους.
Βρισκόμαστε λοιπόν στο 1453 (μέσα του 15ου αιώνα), όταν πέφτει η Βασιλεύουσα η πόλης των πόλεων, ο τελευταίος Έλληνας Βυζαντινός Αυτοκράτορας Κων/νος ο Παλαιολόγος δεν την παραδίνει αμαχητί στις ορδές των Οσμανιδών Σελτζούκων, αλλά πέφτει μαχόμενος, και ο απολίτιστος αιμοβόρος και νομαδικός λαός εισβάλλει στην Κων/πολη.
Δεν είχαν αντικρίσει τέτοια πόλη, και ο πρώτος εκπορθητής της ο Μωάμεθ ο Β’ ήθελε να εισέλθει για να θαυμάσει τα πολιτιστικά επιτεύγματά των Βυζαντινών, να θαυμάσει την πόλη, την πρώτη των πόλεων, που ήταν κτισμένη πάνω στην πανάρχαια αποικία των Μεγαρέων το Βυζάντιο. Οι Οσμανίδες έμειναν εκστατικοί από το μοναδικό κάλος της και από την ομορφιά της. Ήταν η μακροβιότερη αυτοκρατορία που γνώρισε ο τότε κόσμος και η οποία δήλωνε παρουσία περίπου ένδεκα αιώνες. Ήταν το κέντρο του Βυζαντινού Ελληνισμού.
Οι Νομάδες Σελτσούκοι, που κατέβηκαν από τις στέπες, με το πλεονέκτημα του υπερπληθυσμού, όπως απαγγέλλονταν η πολεμοχαρής και αιμοσταγής θρησκεία τους, άρχιζαν να κατασφάζουν τους Βυζαντινούς πληθυσμούς στο πέρασμά τους, και αυτή η Τουρκική πλημμυρίδα άρχισε να καταλαμβάνει την μία Βυζαντινή περιοχή μετά την άλλη.
Πάνω στα πανάρχαια Ελληνικά κάστρα, όπου κυμάτιζε ο τιμημένος δικέφαλος αετός, η τιμημένη σημαία των Βυζαντινών, σε λίγο θα κυματίζει η μισητή ημισέληνος. Δεν άντεχαν και οι Ακαρνανικοί πληθυσμοί ν’ αντικρίζουν τον κυματισμό της και θα έκαναν ότι μπορούσαν να την υποστείλουν.
Από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών:
«Το 1453 ήταν το έτος, που μετά την άλωση της Κων/πολύς σφράγισε την οριστική κατάλυση της Ελληνικής Αυτοκρατορίας.
Ο ηγέτης του Ελληνικού Γένους χάθηκε, η ρωμιοσύνη αποκεφαλισμένη και αποπροσανατολισμένη εισέρχεται σε μία νέα περίοδο δοκιμασίας και μαρτυρίου.
Οι εκπρόσωποι της Βυζαντινής αριστοκρατίας και της άρχουσας τάξης, έφυγαν προς τις Βενετοκρατούμενες περιοχές, ή προς τις χώρες της Εσπερίας, και την καθοδήγηση του υπόδουλου Γένους ανέλαβε το Οικουμενικός Πατριαρχείο».
Έφθασαν και στο νησί του Καλάμου μεγαλόσχημοι Βυζαντινοί άρχοντες, που είχαν καταφύγει στα μέρη της Ηπείρου. Κατέφυγαν εδώ και κλείστηκαν στα καστρομονάστηρο, που κτίστηκε επί του Ιουλιανού του Παραβάτου, για την προστασία των πληθυσμών του νησιού. Αυτές οι οικογένειες είναι οι Κομνηνοί και οι Νικηφοραίοι, απόγονοι των οποίων ζουν ακόμα στο νησί και φέρνουν την ονομασία Νιφοραίοι και Κομηνοί.
Από την Εγκυκλοπαίδεια του Χάρη Πάτση:
«Οι Τόκκοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν τις κτήσεις τους με ειρηνικά μέσα μέχρι περίπου το 1445 – 1479, πλήρωναν φόρο υποτέλειας στους Τούρκους. Η κατάκτηση της Ακαρνανίας ολοκληρώθηκε σχεδόν μετά το 1479.
Ο Τούρκος Ζεντούκ Αχμέτ Πασάς κατέλαβε την Βόνιτσα, τα παράλια του Αμβρακικού κόλπου, αλλά και την κατάληψη και άλλων γειτονικών περιοχών, και η χώρα θα πάρει την ονομασία Κάρλελι. (Δηλαδή χώρα του Καρόλου Τόκκου ηγεμόνα της Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, σημείωση δική μου).
Οι διάφοροι ιστορικοί δεν συμφωνούν ακριβώς το πότε η Τουρκική πλημμυρίδα κατέλαβε ολόκληρη την Ακαρνανία, αναφέρονται διάφορες χρονολογίες. Μία άλλη προσέγγιση είναι ότι οι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο και υπέταξαν το Δεσποτάτο, και περιέλαβαν στις Οθωμανικές κτήσεις και την Ακαρνανία περίπου το 1475».
Πέφτει λοιπόν και η περιοχή της Ακαρνανίας στα δίχτυα των Οσμανιδών και από τότε οι πληθυσμοί της ασκούν βίο κλεφταρματωλικόν . Η πόλη της Αλυζίας συνεχίζει την ιστορική της πορεία, δεν έχει ακόμα εκ μετρήσει το ζειν της.
Σύμφωνα με διάφορες ιστορικές μαρτυρίες και οι Ακαρνανικοί πληθυσμοί ξεκινάνε τον ένοπλο αγώνα εναντίον του κατακτητή, που επικάθησε επί του τραχήλου τους, και πολλά δεινά έμελλε να επισωρεύσει επί των κεφαλών τους.
Ξεσηκώθηκαν λοιπόν οι πληθυσμοί, από τα πρώτα χρόνια παρουσίας του αιμοβόρου δυνάστη, λόγω ακριβώς της καταπιεστικής πολιτικής του, τους δυσβάστακτους φόρους του, τις πολλαπλές αγγαρείες, τους εξευτελισμούς, το φοβερό παιδομάζωμα, που ήταν ο πιο βαρύς και ο πιο απεχθής φόρος αίματος. Οι βίαιοι εξισλαμισμοί και όλα, αυτά τα οποία εξωθούν τούς πληθυσμούς να πιάσουν τα ορεινά και απάτητα μέρη των Ακαρνανικών και να οργανώσουν όσο μπορούσαν την νομαδική ζωή τους. Ζούσαν βίο νομαδικό, αλλά και ταυτόχρονα πολεμικό, κρατώντας κάποια από τα εδάφη τους ελεύθερα και αδούλωτα. Ήταν η σκληρή ράτσα των Ακαρνάνων και η ανυπότακτη, όπου δεν σήκωνε σκλαβιά και καταπίεση.
Από την Εγκυκλοπαίδεια του Δρανδάκη διαβάζουμε:
«Σύμφωνα με μαρτυρίες ιστορικές, τα’ αρματωλίκια αναφέρονται στην Αιτωλία και ιδιαίτερα στην Ακαρνανία μεταξύ των χρόνων 1529 - 1565. Το δυσπρόσιτο και το ορεινό του εδάφους, αλλά και η γειτονιά με τα Επτάνησα, πάντα ευνοούσε την διατήρηση στρατιωτικών δυνάμεων στη περιοχή».
Πριν από αυτή την ημερομηνία έχουμε και πάρα πολλά άλλα γεγονότα πολεμικά, που λάβανε χώρα, αρκετά σημαντικά, και τα οποία, όπως και παρακάτω θ’ αναφερθούμε ήταν καθοριστικά για την τύχη και της πόλης της Αλυζίας.
Από την εγκυκλοπαίδεια του Δρανδάκη και στο σχετικό άρθρο, διαβάζουμε:
«Η Τουρκική κατάκτηση περιωρίσθη κατά τούς πρώτους χρόνους εις μόνο στα περί του Αχελώου μέρη της Αιτωλίας, το Κάρλελι το Βενέτικο δηλαδή. Η περί την Ναύπακτο περιφέρεια, ανήκε εις τούς Ενετούς, και η ορεινή περιοχή χάρις εις την άμυνα των αρματωλικών σωμάτων άτινα ο Κάρολος Τόκκος μεθοδικά οργάνωσε.
Οι Τούρκοι μικρόν κατά μικρόν το 1499 απεδίωξαν τους Ενετούς και παρέμειναν μόνοι κύριοι της Αιτωλ/νίας. Πράγματι η σύστασις ιδιαιτέρου Σαντζακίου με πρωτεύουσα τον Αετόν κατ’ αρχάς, πολύ δε βραδύτερον το Βραχώρι (Αγρίνιον) αποδεικνύεται πόσο έδωσαν ευθύς αμέσως σημασίαν οι Τούρκοι εις την περιφέρειαν και τούτο δια δύο κυρίως λόγους. Δια την γειτνίασιν των Ενετών εις την Ναύπακτον και διότι επωφθαλμιούσαν και ήθελον να καταλάβουν και τας Ιονίους Νήσους. Βραδύτερον έδωσαν μείζονα προσοχήν εις την Ακαρνανίαν, διότι συνέδεε των πηγών των βοηθητικών της Τουρκίας στρατευμάτων των Αλβανών προς την Πελοπόννησον, τας οποίας τας εκάστοτε επαναστάσεις, έπρεπε δια των Αλβανών να καταστείλουν. Το Σαντζάκιον απετελείτο από τον Βάλτον, το Ξηρόμερον, τη Βόνιτσαν και μέρη της Αιτωλ/νίας. Διηκείτο υπό Μουτεσαρίφην, δηλαδή ανεξαρτήτου Πασά.
Κατόπιν υπεβιβάσθη εις διοικητικήν περιφέρειαν και υπήγετο μεν εις τον Πασά της Χαλκίδος, είχε δε Μουσελίμην αντιπρόσωπον τον λεγόμενον Κάρλελι Μουσελίμ. Ασφαλείς πληροφορίες περί της επαναστάσεως των Ακαρνάνων κατά την εποχήν εκείνην δεν έχομε. Μόνο περί το 1458 αναφέρεται ότι ένοπλα σώματα λαφυραγωγούντα την Θεσσαλίαν και την Μακεδονίαν έφθασαν μέχρι των Σερρών. Κατόπιν οι Ακαρνάνες μικρόν κατά μικρόν φαίνονται σχηματίζοντες και εις αυτή τη χώρα τα ένοπλα σώματα, διά των οποίων βραδύτερον έμελλον να διακριθούν και δι’ αυτών ήρχισαν επιβαλλόμεναι εις τους εχθρούς, είτε τους υπό των Τουρκικών αρχών απορρέοντες είτε υπό των πειρατών».
Στα χρόνια αυτά και πριν την άλωση της Βασιλεύουσας, η πρώτη άλωση που προηγήθηκε το 1204 από τούς Φράγκους, η αυτοκρατορία άρχισε να εξασθενεί και δεν μπορούσε επαρκώς ν’ αντιμετωπίσει την πειρατική μάστιγα. Πάρα πολλοί πειρατές, αλλά και πειρατικοί στόλοι έχουν αναπτύξει δραστηριότητες στην Αδριατική και στο Ιόνιο, με τεράστιες συνέπειες για τους πληθυσμούς και αυτούς της Ακαρνανίας.
Το σταμάτημα της ανάπτυξης του θαλάσσιου εμπορίου όχι βέβαια ολοκληρωτικά, αλλά διεξάγονταν με πάρα πολλούς κινδύνους, είχε σαν αποτέλεσμα την οικονομική οπισθοδρόμηση της πόλης της Αλυζίας, αλλά κι αυτής της Κων/πόλης. Φυσικά έχουμε μία εμπορική και οικονομική οπισθοδρόμηση σε όλο τον Ελληνικό χώρο λόγω ακριβώς της πειρατικής μάστιγας.
Από την Εγκυκλοπαίδεια του Δρανδάκη διαβάζουμε:
«Οι Ουσκόκοι παντού λεηλατούν αλλ’ εις τα παράλια της Ακαρνανίας πλέον ή άπαξ καταστρέφονται και μεμονωμένως και όταν καθ’ ομάδας επιχειρούν πειρατικάς εκστρατείας. Δεν διστάζουν βραδύτερον οι Ακαρνάνες να βοηθήσουν τον Τουγούτ Ρέϊζ εις την αγρίαν πολεμικήν την οποίαν ο Μουσουλμάνος αυτός ναύαρχος ενήσκησεν δια ν’ άπαλλάξη τας θαλάσσας από το πειρατικόν άγος, μετεχόντων των Ακαρνάνων εις την δίωξιν των καταφυγόντων εις τα παράλια και αμείλικτοι μέχρις ενός εξόντωσαν τούς πειρατάς. Υπό τοιαύτας συνθήκας λήγει ο 15ος αιώνας και αρχίζει ο 16ος. Η Ακαρνανία έχει μεταβληθεί εις φυτώριον ενόπλων ανδρών, ευρισκομένη εις τον απράγμονα και ελεύθερον βίον. Το Τουτιοτρόπως περί του 1550 εδημιουργήθησαν επισήμως τ’ αρματωλίκιον φυσικά και εις την Ακαρνανίαν συνέβη ότι και αλλού. Δηλαδή το πλεόνασμα των ενόπλων σωμάτων οσάκις έμενε αχρησιμοποίητο επεδίδετο εις τον κλέφτικον βίον. Σπανίως όμως παρέμειναν αχρησιμοποίητοι οι Ακαρνάνες διότι ήταν άριστοι εις το είδος, αλλά εφαίνοντο οι πάντων πιστότεροι. Τούτο δεν εκώλυσεν τούς Τούρκους να λεηλατήσωσιν την Ακαρνανίαν»
Εις την εν λόγω μελέτη υπάρχουν όπως είναι φυσικά πάρα πολλά κενά. π.χ. ποιά ήταν η κατάσταση η πληθυσμιακή, αυτή την περίοδο της πόλης της Αλυζίας. Οι πληθυσμοί της βρισκόμενοι εντός των κυκλώπειων τειχών τους, ή και αυτοί είχαν ανέβει στις υπώρειες των Ακαρνανικών και επιδίδοντο σε πολεμικές επιχειρήσεις, η δράση τους πολύ πιθανόν καθοδηγούμενη από την Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, και αυτή η προσήλωσή τους στους θαλασσοκράτορες Βενετούς τους στοίχησε πάρα πολύ όπως θα δούμε και παρακάτω. Ξέσπασαν οι Τούρκοι με τα πειρατικά πλοία πάνω της και την κατέστρεψαν. Αυτή φυσικά είναι μία πρώτη εκτίμηση.
Από το βιβλίο Ιστορία της Πειρατείας της Αλεξάνδρας Κραντονέλλη 1590 - 1538, βιβλιοπ. της Εστίας: «Η Πειρατεία ήταν πάντα ένας υπαρκτός κίνδυνος για τα πλοία που διέσχιζαν τις Ελληνικές θάλασσες, αλλά και ποτέ δεν ήταν τόσο άμεσος και σοβαρός όσο τα πρώτα εκατονπενήντα χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα. Στα χρόνια διάλυσης και αναρχίας πριν και μετά την άλωση της Κων/πόλης, όταν οι Οθωμανοί διαδοχικά έθεταν υπό την κυριαρχία τους τον Ελληνικό ηπειρωτικό χώρο. Οι Έλληνες των παράλιων περιοχών και της νησιωτικής Ελλάδος, πριν από την Τουρκική, κατάκτηση, μετά την κατάληψη από τούς Τούρκους, και παράλληλα με αυτήν είχε ν’ αντιμετωπίσει έναν άλλον σκληρόν και αδίστακτον εχθρόν τους πειρατές Τούρκους και Χριστιανούς. Οι πειρατές δεν επιτίθενται μόνο στα πλοία και τούς ναυτιλομένους. Αποβίβαζαν άνδρες στα παράλια και στα νησιά, άρπαζαν τους ανθρώπους, τις περιουσίες τους, τα εμπορεύματα, τις σοδειές, τα ζώα τους. Η πειρατεία δεν ήταν μόνο πληγή στην ναυτιλία και το εμπόριο και ήταν πληγή για όλο τον πληθυσμό των νησιών και των παραλίων.
Η Πύλη χρησιμοποίησε για την επάνδρωση των σκαφών του Οθωμανικού στόλου αναθέτοντας μάλιστα σε αυτούς την διακυβέρνηση των μεγαλυτέρων και σημαντικοτέρων μονάδων του στόλου. Επέτρεψε και υπέθαλπε την δράση των Τούρκων πειρατών στις Ελληνικές θάλασσες και της Μεσογείου, γιατί η πειρατεία ήταν ένας τρόπος προβολής και αύξησης της σφαίρας επιρροής των Οθωμανών. Παράλληλα με τούς Τούρκους έδρασαν τα χρόνια αυτά στον Ελληνικό χώρο πολλοί Χριστιανοί πειρατές, Σικελοί, Ιταλοί, Καταλανοί, Γενουάτες, που είχαν ορμητήρια την Σικελία και τα λιμάνια της Ιταλίας».
Από την Εγκυκλοπαίδεια του Δρανδάκη διάβουμε: «Η αρχηγία του κηρυχθέντος πολέμου το 1684 ανετέθη εις τον Φραγκίσκον Μοροζίνην. Ήρχισε δε από της Ακαρνανίας. Διότι εις αυτήν κατά φυσικόν λόγον ανήκουν τα δύο φρούρια της Λευκάδος και της Πρεβέζης άτινα πολιορκηθέντα υπό των Ενετών εκυριεύθησαν μετά σφοδράς επιθέσεις και δραματικάς περιπετείας. Δια της εν Κάρλοβιτς συνθήκη (1699) η Στερεά όμως και μετ’ αυτής η Ακαρνανία επανήλθον εις την Τουρκίαν. Οι Ενετοί διετήρησαν γύρω της Ακαρνανίας την Πρέβεζαν και την Λευκάδα μέχρι του ακρωτηρίου της Περατιάς, την ενδοχώραν ταύτην καλουμένην Βενετικήν Στερεάν».
Από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, τόμος (Ι), Ο Ελληνισμός υπό ξένην κυριαρχίαν. Τουρκοκρατία. - Λατινοκρατία. 1455 - 1669: «Η πειρατεία φαινόμενον πανάρχαιο και ενδημικό στην Μεσόγειο παρουσιάζεται κατά τούς πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας ιδιαίτερη έξαρση και εξελίσσεται σε αληθινή μάστιγα. Η επικοινωνία των υποδούλων Ελλήνων με την πρωτεύουσα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας ήταν συνεχής, πολλοί ναυτικοί και στρατιωτικοί εντάχθηκαν στην υπηρεσίαν της Γαληνοτάτης. Ο στρατιωτικός μάλιστα της ξηράς ο SΤRΑDΙΟΤΟ έγινε τύπος της Βενετικής κοινωνίας. Καθώς ο οξύς ανταγωνισμός που εκδηλώθηκε από την Άλωση της Κων/πόλεως ανάμεσα στην Βενετική Δημοκρατία και στο νέο κυρίαρχο της Ανατολικής Μεσογείου. Πραγματικά οι αλλεπάλληλοι Βενετοτουρκικοί πόλεμοι όχι μόνο ενθάρρυναν τους πειρατές, αλλά και τους αποθράσυναν. Έτσι κατά τούς αιώνες της Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 15ον και 16ον αιώνα η πειρατεία παρουσιάζεται με οργανωμένη και συστηματική μορφή. Οι αρχιπειρατές της Μεσογείου, τόσο Μουσουλμάνοι, όσο και οι Χριστιανοί, δεν ήταν απλοί ληστές, αλλά αληθινοί ηγεμόνες ικανότατοι στην διπλωματική διοίκηση και στην στρατιωτική τέχνη. Επιφανέστερος από αυτούς ήταν ο Χαϊρεδίν Βαρβαρόσσα, χάρη στον οποίο ο Οθωμανικός στόλος κατόρθωσε να αποκτήσει συντριπτική υπεροπλία στην ανατολική Μεσόγειο. Το 1520 ο Σουλεϊμάν ο μεγαλοπρεπής τον αναγνώρισε ως τον σπουδαιότερο στυλοβάτη της ναυτικής δυνάμεως της αυτοκρατορίας. Και το 1553 του απένειμε τον τίτλο του Καπουδάν Πασά (αρχιναυάρχου) και τον ονόμασε κυρίαρχο των θαλασσών!
Ο Χαιρεδίν Βαρβαρόσσα γεννήθηκε το 1475 στον Παλαιόκαμπο Λέσβου. Ο Βαρβαρόσσα θεωρείται ο κατεξοχήν οργανωτής του Οθωμανικού στόλου στον οποίο κατείχε το βαθμό του ναυάρχου. Αργότερα έγινε σουλτάνος του Αλγερίου και τελικά Μπελέρ Μπέης του Αιγαίου. Πέθανε στο Μπεσίκτας της Κων/πολης στις 4 Ιουλίου το 1548.
Η ληστεία όπως και η πειρατεία δεν ήταν άγνωστο φαινόμενο στον Ελληνικό χώρο, και πριν από την υποταγή των Ελλήνων στους Τούρκους. Η ληστεία ήταν μόνιμο φαινόμενο και έπαιρνε συχνά τρομακτικές διαστάσεις στους κυριότερους εμπορικούς δρόμους της Αυτοκρατορίας.
Αυτή την περίοδο του 16ου αιώνα πολλοί στόλοι κυριαρχούσαν στις θάλασσες του Ιονίου, αυτών του ΑDRΕΑ ΒΟRΙΑ του Ιταλού ναυάρχου, αυτός του Καρόλου του Ε της Γαλλίας, αλλά και αυτός ο Τουρκικός στόλος, ο οποίος είχε επικεφαλής τον Χαϊρεδίν Βαρβαρόσσα (τον Ελληνικής καταγωγής Χρήστο Γιακούμπογλου). Ήταν γνωστός και ως Καπουδάν Πασάς ή Κόκκινογένης.
Το πιο ενδιαφέρον στην σημαία που έφεραν τα πολεμικά - πειρατικά του πλοία, ήταν το ιερό σύμβολο των τριών τότε θρησκευτικών κοσμοθεωριών, του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ, θρησκείες, που αποστέλλονται από τον Αλλάχ σύμφωνα με την θρησκεία του Ισλάμ.
Η σημαία φέρει το «φετίχ» κεφάλαιο από το Κοράνι, μέσα στο μισοφέγγαρο και τα ονόματα των τεσσάρων Χαλίφηδων, στο μέσο το Χριστιανικό σύμβολο της Αγιάς Τριάδας, στο αριστερό το Θεϊκό χέρι του Θεού, και στο κέντρο χαμηλά το Εβραϊκό αστέρι του Δαβίδ. Η πονηρία αυτού του Αρχιναυάρχου του Τουρκικού στόλου δεν έχει όρια ξεπερνάει και την πιο τολμηρή σύλληψη και φαντασία, αναρτά τα τρία βασικά σύμβολα των θρησκειών, τα οποία καθόλου δεν σέβεται κατασφάζοντας ανελέητα τους πληθυσμούς, οποία ειρωνεία, οποία καπηλεία, οποία, τούρκικη πονηριά που ξεπερνάει τα όρια του κατατακτικού Τουρκικού μυαλού.
Από την ελεύθερη Εγκυκλοπαίδεια Βικιπαίδεια διαβάζουμε:
«Ο Αντρέα Ντόρια γεννήθηκε στη Γένοβα το 1466 και πέθανε το 1560. Εξόπλισε στόλο αποτελούμενο από οχτώ γαλέρες και άρχισε να περιοδεύει στην Μεσόγειο πολεμώντας τους Τούρκους και τους πειρατές. Το 1519 τάχθηκε στην υπηρεσία του βασιλιά της Γαλλίας Φραγκίσκου Α΄, ύστερα από δύο χρόνια εντάχθηκε και πάλι στη δύναμη των Γάλλων, για να καταλήξει στο πλευρό του Γερμανού αυτοκράτορα και βασιλιά της Ισπανίας Κάρολου Ε΄, με τη βοήθεια του οποίου απελευθέρωσε την πατρίδα του. Ο αυτοκράτορας τον ονόμασε τότε Αρχιναύαρχο του αυτοκρατορικού στόλου. Ο Ντόρια αφοσιώθηκε και πάλι στο κυνήγι των πειρατών της Μεσογείου.
Στις 28 Σεπτεμβρίου του έτους 1538 ο Αντρέα Ντόρια ηγήθηκε μεγάλης αρμάδας πλοίων 7 κρατών, ενωμένου στόλου της Χριστιανικής Συμμαχίας, η οποία συστήθηκε από τον Πάπα Παύλο Γ΄, και έλαβε μέρος στην διάσημη Ναυμαχία της Πρέβεζας, όπου ήρθε αντιμέτωπος με τον στόλο του θρυλικού πειρατή Βαρβαρόσσα, ο οποίος ηγείτο ως ναύαρχος του Οθωμανικού στόλου υπό την αιγίδα του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Η ναυμαχία αυτή είχε κάποιες ιδιορρυθμίες και ενώ αναγράφεται ότι "νίκησαν οι Οθωμανοί" στην πραγματικότητα ο Αντρέα Ντόρια αποχώρησε από το πεδίο της ναυμαχίας καθόσον αυτή ήταν σε εξέλιξη, μάλλον για να αποφύγει απώλεια πλοίων ιδιοκτησίας του. Πάντως η ημερομηνία της Ναυμαχίας της Πρέβεζας 28η Σεπτεμβρίου εορτάζεται στη σημερινή Τουρκία ως εθνική εορτή».
Δι’ ολόκληρον την Ευρώπη άνθρωποι κάθε τάξεως φύλου και ηλικίας συλλαμβάνονται και μεταφέρονται κατά χιλιάδες κυρίως στο Αλγέρι όπου πωλούνται ως δούλοι. Ήταν τόση η έκταση του φαινομένου ώστε την δεκαετία του 1530 ο αυτοκράτωρ της Γερμανίας ανέλαβε γιγαντιαία εκστρατεία κατά του Αλγερίου δια την απελευθέρωση χιλιάδων άτυχων υπάρξεων. Ολόκληρος η Μεσόγειος έγινε στόχος των πειρατών, ειδικώς όμως τα παράλια της Ελλάδος και κυρίως τα παράλια του Ιονίου και της Αδριατικής, υπήρξαν επί αιώνες φωλιές πειρατών οι οποίοι απολαύοντες άλλοτε της ανοχής και άλλοτε της απροκάλυπτης υποστηρίξεως του Τουρκικού Κράτους, ελυμαίνοντο συστηματικά τα γειτονικά παράλια και ερήμωναν τον τόπο.
Αυτή η ιδιότυπος κρατική πειρατεία έχει συνήθως στόχο τα Βενετοκρατούμενα Ελληνικά εδάφη. Ουδείς όμως δύναται να βεβαιώσει ότι τα Τουρκοκρατούμενα παράλια έμεναν πάντοτε άθικτα. Υπό την έννοια αυτήν τα παράλια της Αιτωλ/νίας εγίνοντο κατά καιρούς στόχος επιθέσεων και φωλεαί πειρατών.
Κατά την δεκαετίαν του 1510 άλλος πειρατής ο CΑRΑCΑSSΑΝ απασχόλησε τους Βενετούς επανειλημμένως και ο αιμοσταγής αυτός βάρβαρος κινούμενος στα παράλια της Ακαρνανίας έφερε εκατοντάδες αιχμαλώτων, τους οποίους κατάσφαξε όταν οι Βενετοί τον κατεδίωξαν. Κατά την δεκαετία του 1530 ολόκληρο το Ιόνιο γίνεται κέντρο πειρατών και ιδίως μετά την ανάθεση της αρχηγίας του Τουρκικού στόλου εις τον Χαϊρεδίν Βαρβαρόσσα. Το 1532 οι Βενετοί έδωσαν αληθινή ναυμαχία εις την Αδριατικήν εναντίον πειρατικών πλοίων. Ο ίδιος ο Χαϊρεδίν Μπαρμαρόσα επιστρέφον από την Κέρκυραν εις τον Αμβρακικόν έσυρε μαζί του περί τούς 20.000 αιχμαλώτους, προοριζόμενους δια το δουλεμπόριον της Αφρικής.
Το 1557 εις την Πρέβεζαν υπήρχαν επίσης πολλά πλοία έμφορτα από αιχμαλώτους προοριζόμενους δια πώλησιν.
Κατά την δεκαετίαν του 1560 εις το Ιόνιον εκινείτο κάποιος πειρατής Μουσταφά, εναντίον του οποίου οι Βενετοί κατέβαλλαν απεγνωσμένες προσπάθειες δια να τον εξουδετερώσουν. Παρ’ όλην όμως την καταδίωξη τους οι πειρατές συνέχισαν το απάνθρωπο έργο τους και κατά τους επόμενους αιώνες ώστε οι κάτοικοι των Επτανήσων στην απόγνωση τους εδημιούργησαν ειδικό ταμείον με τα χρήματα του οποίου προέβαιναν στην εξαγορά των συλλαμβανομένων.
Έτσι στην Μεσόγειο είχαμε μία κατάσταση ενός ακήρυχτου πολέμου, που επέτρεπε στους ικανούς και αδίσταχτους θαλασσομάχους να πλουτίζουν σε βάρος των εμπορικών πλοίων. Η εδραίωση της Οθωμανικής κυριαρχίας σε συνδυασμό με τις δραστηριότητες των πειρατικών στόλων οδήγησε σε ερήμωση των περιοχών και την εξόντωση των πληθυσμών, όχι μόνο εξ’ αιτίας των σφαγών, αλλά και λόγω εξανδραποδισμού, κυρίως των νεαρών Χριστιανών.
Συνήθως με την κατάκτηση μιας πόλης σφάζονταν οι άντρες και αιχμαλωτίζονται οι γυναίκες και τα παιδιά για να πουληθούν σκλάβοι. Πληθυσμοί μεταφέροντο στα σκλαβοπάζαρα της Κων/πόλης και στο Αλγέρι.
Τελικά το ποσοστό των Ρωμιών που «φράγκεψαν» ήταν ιδιαίτερα υψηλό σε σχέση με το ποσοστό αυτών που «Τούρκεψαν».
Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας Γ. Κορδάτος, τόμος ΙΧ 1453 - 1821. Τουρκοβενετικοί πόλεμοι 1463 - 1479: Οι Φράγκοι ήταν παντού μισητοί, γιατί ήταν τυραννικοί καταχτητές και φεουδάρχες σκληροί, οι λαϊκές μάζες δεν αισθάνονταν γι’ αυτούς κανένα αίσθημα φιλίας. Οι Χριστιανοί ναυτικοί και όσοι κατοικούσαν στα παράλια και νησιά υπόφεραν πολύ εκείνα τα χρόνια από τούς πειρατές.
Ο Σουλεϊμάν έχοντας τώρα σύμμαχο και τον Χαϊρεδίν, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των νησιών, κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βενετίας (1557). Ο Χαϊρεδίν με τα κουρσάρικα καράβια του πήγε στην Κέρκυρα και διαθέτοντας και στρατό από 25.000 και πολύ πυροβολικό επιτέθηκε ενάντια στην Κέρκυρα, αλλά δεν μπόρεσε να κυριεύει το μεγάλο νησί, είχε γερό φρούριο, και τα Βενετσάνικα πυροβόλα σκόρπισαν τον θάνατο στους Τούρκους. Στα 1538 ο Πάπας Παύλος ο Γ’, κατάφερε να οργανώσει εκστρατεία κατά της Τουρκίας. Στόλαρχος των πλοίων του αυτοκράτορα Καρόλου διορίστηκε ο Αντρέα Ντόρια, των παπικών ο Μάρκος Γριμάνης και των Βενετσάνων ο Βικέντιος Καπέλλας και γενικός αρχηγός του στρατού της στεριάς ο Αντιβασιλέας της Σικελίας Φερράνδος Γονζάγας.
Όταν ο Σουλεϊμάν έμαθε πώς οργανώνουν την εκστρατεία εναντίον του, πρόσταξε τον Χαϊρεδίν να χτυπήσει τις Βενετσιάνικες κτήσεις.
Στις 31 Αυγούστου 1558 ο αυτοκρατορικός στόλος αγκυροβόλησε στην Κέρκυρα όπου ενώθηκε με τον Βενετσιάνικό και τον Παπικό. Ο Χαϊρεδίν άμα το έμαθε με 122 καράβια ήλθε από το Αιγαίο στον Αμβρακικό κόλπο και αγκυροβόλησε κάτω από το κάστρο της Πρεβέζης (25 Σεπτεμβρίου 1538).
Ο αρχιστράτηγος του συμμαχικού στρατού της Δύσης Γονζάγας πρότεινε να γίνει απόβαση στρατού και να πολιορκηθεί η Πρέβεζα, όμως ο ναύαρχος Ντόρια αντιτάχθηκε. Από τις διαφωνίες αυτές και από την ανικανότητα ίσως του Ντόρια, δεν τόλμησαν οι σύμμαχοι να επιτεθούν στον στόλο του Χαϊρεδίν. Έτσι οι Τούρκοι τώρα είναι κυρίαρχοι στο Ιόνιο και στο Αιγαίο. Η Δημοκρατία της Βενετίας αντικρίζοντας εσωτερική κρίση και απομονωμένη στην Δύση αποφάσισε να κλείσει ειρήνη με τον Σουλεϊμάν, γιατί έβλεπε πώς δεν θα μπορούσε μόνη της να τα βγάλει πέρα. Ύστερα από πολλές και επίμονες διαπραγματεύσεις στις αρχές του 1540 υπογράφτηκε η συνθήκη ειρήνης που ήτο ταπεινωτική για τους Βενετούς.
Υποχρεώθηκε η Δημοκρατία να παραχωρήσει στον Σουλεϊμάν το Ναύπλιο τη Μονεμβασιά, όλα τα νησιά του Αιγαίου, που είχε κυριέψει ο Χαϊρεδίν.
Όταν ο Σελήμ κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βενετίας, οι Βενετσάνοι οργάνωσαν επιδρομές στα ηπειρωτικά παράλια, που κατείχαν οι Τούρκοι. Ο Βενετσιάνικος στόλος έκανε περιπολίες και έβγαζε αγήματα, όπου μπορούσε, πολλές πόλεις και χωριά πέρασαν στην Βενετσιάνικη κατοχή. Τότε οι Χειμαριώτες, που μισούσαν πιο πολύ από τους άλλους Έλληνες της Ηπείρου και Αλβανίας τους Τούρκους, δήλωσαν φιλία στη Βενετία. Για μια στιγμή πήραν την απόφαση να χτυπήσουν την Πρέβεζα και Αγιά - Μαύρα, αλλά σκέφθηκαν καλύτερα και παραιτήθηκαν από τα σχέδια τους αυτά, γιατί βρήκαν πώς η επιχείρηση παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες.
Φυσικά οι Τούρκοι αντέδρασαν. Ο Σελήμ κινητοποίησε το στόλο του και ο ακουστός εκείνο τον καιρό Τούρκος πειρατής Ουλότς Αλής έκανε μεγάλες καταστροφές στα παράλια της Δαλματίας, που ήταν στην κατοχή της Βενετίας».
«Τουρκοβενετικοί πόλεμοι, κατάληψη της Ναυπάκτου και της Πελοποννήσου. Μετά την άνοδο στο θρόνο της Γαλλίας του Καρόλου του Η’ το 1483, νέες ιδέες οργάνωσης Σταυροφοριών των Χριστιανών ηγεμόνων, εναντίον των Οθωμανών, άρχισαν να αναπτύσσονται στις αυλές της Δύσης. Πρωταγωνιστής αυτών των προσπαθειών ήταν ο βασιλιάς Κάρολος. Ο Πέζαρο συνέχισε να δρα το 1500 στο Αιγαίο και στην συνέχεια αποφάσισε σε κατάληψη της Λευκάδος. Οι υπερασπιστές του φρουρίου περίπου 500 Τούρκοι αντιστάθηκαν για μερικές ημέρες αλλά στο τέλος υπέκυψαν στις Ενετικές δυνάμεις, οι οποίες αφού εξόντωσαν την Τουρκική φρουρά στις 30 Αυγούστου 1502, μπήκαν στο κάστρο.
Έτσι η Λευκάδα πέρασε στα χέρια των Ενετών. Έτσι στις 20 Μάϊου 1503 υπογράφτηκε ανάμεσα στους Οθωμανούς και τους Ενετούς συνθήκη ειρήνης που τερμάτιζε τον Β’ Τουρκοβενετικό πόλεμο.
Η Βενετία υποχρεώθηκε να δεχθεί την απώλεια της Ναυπάκτου, της Μεθώνης, της Κορώνης και της Πύλου και επέστρεψε την Λευκάδα. Κράτησε όμως την Κεφαλονιά και την Ζάκυνθο. Η συνθήκη του 1503 ήταν για τους Οθωμανούς η επιβεβαίωση της δυνάμεως και της οριστικής κυριαρχίας». (Από την ιστορία των Ελλήνων εκδ. Δομή, Τόμος 8, Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία 1453 - 1821).
Από την παραπάνω πηγή συνεχίζουμε την παρουσίαση: Ο Γ’ Τουρκοβενετικός πόλεμος (1537 - 1540), ο πόλεμος των Οθωμανών με τη Χριστιανική Δύση γενικεύτηκε από το 1558, καθώς οι ενωμένες πια Χριστιανικές δυνάμεις ετοιμάζουν στρατό από 70.000 άντρες και 500 πολεμικά πλοία.
Αρχηγοί ήταν ο Αντρέα Ντόρια, ο Βικέντιος Καπέλο και ο Μάρκος Γκριμάνι. Ο στόχος των συμμάχων, των Ισπανών, του Καρόλου της Γαλλίας, του Φερδινάρδου των Αψβούργων, των Βενετών και του Πάπα, ήταν η ολοκληρωτική νίκη επί των Οθωμανών (1534).
Οι συγκρούσεις αυτές μεταξύ Οθωμανών και Χριστιανών ήταν φανερό πώς ανησύχησαν τους Ενετούς, οι οποίοι προετοιμάστηκαν για Οθωμανικές επιθέσεις, στις δικές τους κτήσεις στα Ιόνια νησιά, κυρίως εξ’ αιτίας της δράσης του Τούρκου πειρατή Χαϊρεδίν Βαρβαρόσσα. Οι φρουρές στα Ιόνια νησιά των Ενετών ενισχύθηκαν, ενώ άρχισαν και οι εχθροπραξίες στην θάλασσα. Αντικειμενικός σκοπός των ενωμένων Χριστιανικών δυνάμεων ήταν πολλαπλός. Αφ’ ενός να ξεσηκώσουν τους καταπιεζόμενους από τους Τούρκους πληθυσμούς, για αντιπερισπασμό φυσικά εναντίον των Οθωμανών, και προς τούτο παρακίνησαν και τους Ακαρνάνες. Άλλος σκοπός τους ήταν των Αψβούργων, των Βενετών και του Πάπα, η ολοκληρωτική επί των Οθωμανών κατάληψη της Κων/πόλεως.
Ήταν πράγματι μία κρίσιμη στιγμή για τις τύχες του Ελληνισμού, καθώς οι επιχειρήσεις θα διεξάγονταν κυρίως στις Ελληνικές περιοχές. Ωστόσο η ήττα του συμμαχικού στόλου στην Ναυμαχία της Πρέβεζας 27 Σεπτεμβρίου 1538 από τις δυνάμεις του Βαρβαρόσσα, κατέδειξε την έλλειψη συντονισμού, αλλά και του πολιτικού ανταγωνισμού ανάμεσα στις Χριστιανικές δυνάμεις.
Οι συνεχείς αποτυχίες των Χριστιανικών δυνάμεων, οδήγησε έτσι σε πλήρη αποτυχία τη φιλόδοξη εκστρατεία των Δυτικών. Ο Ελληνισμός για μία ακόμη φορά βρέθηκε ανυπεράσπιστος απέναντι στην Οθωμανική στρατιωτική υπεροχή. Η ειρήνη μεταξύ Οθωμανών και Ενετών υπογράφτηκε στις 2 Οκτωβρίου 1540. Η Βενετία κράτησε τα Ιόνια νησιά και την Κύπρο. Από το Ναύπλιο και την Μονεμβασιά χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες έφυγαν για την Ιταλία τα Ιόνια νησιά και την Κρήτη».
4. Παρατηρήσεις και γενικότερη επισκόπηση της μελέτης.
Παραθέσαμε διάφορες παρατηρήσεις ιστορικών και μελετητών ως αφορά την πολυτάραχη περίοδο του 15ου και 16ου αιώνα, αυτές ήταν κάποιες εκ των πηγών αυτής της μοναδικής μελέτης και έπρεπε να τις αναφέρουμε, κάποιες τις παραθέσαμε αυτούσιες, κάποιες άλλες σε μικρά τμήματα. Δεν θα μπορούσαμε διαφορετικά να τεκμηριώσουμε αυτή την δύσκολη περίοδο, που δυστυχώς στερούμαστε στοιχείων και αποδείξεων. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η παρακμή ενός τόπου δεν είναι μία αυτόματη διαδικασία, αλλά χρειάζεται βάθος χρόνου για να συντελεστεί, παρεκτός κάποιες εχθρικές δυνάμεις κατάφεραν και σε τούτη την πόλη ένα ανεπανάληπτο θανατηφόρο χτύπημα, και της σταμάτησαν βίαια την ιστορική της πορεία. Είχε όμως προηγηθεί ο μαρασμός της και το χάσιμο των πληθυσμών της, διαφορετικά θα μπορούσε ν' αμυνθεί όπως το έκανε πλειστάκις φορές στο παρελθόν.
Οι Τουρκοβενετικοί πόλεμοι ήταν αυτοί που κατάφεραν ν’ αλλάξουν τα πράγματα επί τα χείρω, κατάφεραν να σταματήσουν την αναπτυξιακή της πορεία να φέρουν την οικονομική οπισθοδρόμηση, να σφάξουν τους πολλούς των εδώ διαβιούντων υπηκόων, άλλους να τους αναγκάσουν να πιάσουν τα ψηλόρραχα Ακαρνανικά, κι εκεί προσπάθησαν να οργανώσουν την ζωή τους όσο μπορούσαν, αφού εγκατέλειψαν τις προγονικές τους εστίες. Αυτοί εδώ οι πληθυσμοί υπέστησαν πάρα πολλές δοκιμασίες βρισκόμενοι για πάνω από δύο αιώνες και περισσότερους στον πολεμικό ανταγωνισμό Τούρκων και Βενετών.
Οι Οσμανίδες άμαθοι από θάλασσα κατάφεραν να ναυπηγήσουν στόλους κυρίως σε Ελληνικούς ταρσανάδες, από έμπειρους Έλληνες καραβομαραγκούς, όντες αυτοί άσχετοι από την ναυπηγική τέχνη, αλλά και άμαθοι από ναυτοσύνη. Στην αρχή των πρώτων χρόνων της Τουρκοκρατίας, πώς θα μπορούσαν να ξανοιχτούν στις θάλασσες και να δώσουν ναυμαχίες με έμπειρες ναυτικές δυνάμεις, επί των οποίων πολλές φορές κατάφεραν να κυριαρχήσουν και μάλιστα αποφασιστικά. Η πειρατεία ήταν ότι φοβερότερο για τους πληθυσμούς οι οποίοι δεν μπορούσαν να σταθούν στον τόπο τους.
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι μία πόλη με τρισχιλιετή ιστορία οπωσδήποτε κάποτε, κάτω από κάποιες συνθήκες θα οπισθοδρομούσε, θα έχανε τα κάθε λογής στηρίγματά της, κάτω βέβαια από κάποιες συνθήκες. Αλλά σε αυτούς τους δύο αιώνες, πολλά κακά επισωρεύθηκαν και κατάφεραν να γίνουν ο καταλύτης της υπάρξεώς της. Από τούς χρόνους της πτώσεως της Βασιλεύουσας Οι πειρατές του Τουρκικού στόλου υπήρξαν οι κακοί δαίμονες της. Βέβαια το τεράστιο διπλό κυκλώπειο τείχος της δεν θα μπορούσαν, όσες δυνάμεις και αν την πολιορκούσαν και να την προσέβαλλαν, δεν θα μπορούσαν να την εκπορθήσουν, ευρισκόμενη κάτω από την προστασία των μοναδικών υπερασπιστών της. Αλλά η πειρατική μάστιγα είχε γίνει ο νεκροθάπτης της ανάπτυξης του θαλάσσιου εμπορίου της, το οποίο σε μια διαχρονική βάση προσπόριζε πλούτο και ευημερία στους κατοίκους της. Χάνοντας και αυτή η πόλη της Αλυζίας τα οικονομικά της στηρίγματα, οπωσδήποτε οδηγήθηκε σε οικονομική οπισθοδρόμηση και φυσικά και σε μαρασμό.
Άρχισε σιγά - σιγά να χάνει τούς πληθυσμούς της, οι οποίοι κάτω από κάποιες αδήρητες ανάγκες οδηγήθηκαν προς την Δύση, κάτω από την Ενετική κυριαρχία. Όχι βέβαια ότι ήταν χρηστή η Βενετική διοίκηση, αλλά ήταν λιγότερο καταπιεστική από αυτή των Τούρκων, των οποίων η ανελέητη μάχαιρα επικρέμετο πάντοτε επί των κεφαλών τους.
Όταν ο ναύαρχος Μπ. Πέζαρο έγινε ο αμείλικτος διώκτης των Τουρκικών ναυτικών δυνάμεων, που απειλούσαν την ίδια τη Δύση, αλλά και αυτή την θαλασσοκρατορία της, ερχόμενοι σε περιοχές μας οι οποίες έμελλαν να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στον Τουρκοβενετικό ανταγωνισμό με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Έφτασε στην περιοχή του Αμβρακικού κόλπου όπου κατέκαυσε τα πολεμικά πλοία τα οποία ναυπηγούσαν οι Τούρκοι στα καρνάγια της Πρέβεζας. Βέβαια δεν άργησαν πάλι να τα ενεργοποιήσουν για να ξαναχτίσουν πολεμικά πλοία.
Ο Μπ. Πέζαρο ήθελε να τραβήξει και προς το μέρος της Κατοχής, όπου κι αυτό το ναυπηγείο το είχαν επιτάξει οι Τούρκοι. Οι Έλληνες καραβομαραγκοί διαθέτουν πείρα αιώνων, περί την ναυπηγική τέχνη, από τα χρόνια που λειτουργούσαν τα περίφημα νεώρια των Οινιάδων.
Εδώ οι Τούρκοι ναυπηγούσαν πολεμικά πλοία, και ο Μπ. Πέζαρο, ήθελε να καταστρέψει κι αυτά και τις ναυπηγικές εγκαταστάσεις . Δεν ήρθε όμως στην περιοχή για να τις πυρπολήσει, γιατί δεν το γνωρίζουμε, θα χάνανε οι Τούρκοι ένα άλλο σπουδαίο στήριγμά τους. Έλληνες καραβομαραγκοί επιταγμένοι εργάζονται για την ναυπήγηση εχθρικών πολεμικών πλοίων, καλφάδες και μαστόρια, που άλλοτε έστηναν Ελληνικά πλοία τώρα δουλεύουν για το μισητό εχθρό, αυτόν που απεργάζονταν τον αφανισμό τους. Δεν γνωρίζουμε με πόση πίκρα και πόσες στεναχώριες δούλευαν για τούς Τούρκους, όταν έβλεπαν αυτά τα οποία απεργάζονταν για τον Ελληνισμό. Αυτή την περίοδο των αρχών του 16ου αιώνα πουθενά δεν αναφέρονται τα Αλυζιώτικα νεώρια, γιατί αν βρισκόντουσαν σε λειτουργία οπωσδήποτε θα τα είχαν επιτάξει οι Τούρκοι για να ναυπηγήσουν δικά τους πολεμικά πλοία.
Πρέπει να τονίσουμε ότι είχε αρχίσει ήδη η οπισθοδρόμηση της πόλης της Αλυζίας, από ακόμα παλιότερα. Ο αρματωλισμός της περιοχής όπως και παραπάνω αναφέρθηκε ξεκίνησε από τα πρώτα χρόνια της Τουρκικής κατάκτησης, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το να στερηθούν τις προγονικές τους εστίες, και που ο τόπος τις είχε ανάγκη για να αμυνθούν, σε περίπτωση πολιορκίας και προσβολής της πόλης. Θέλουμε λοιπόν να πιστεύουμε ότι και αυτή η πόλη της Αλυζίας στερήθηκε ένα μεγάλο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού της, χάνοντας τα πολύτιμα στηρίγματά της και Φύλακας άγγελός της το τεράστιο κυκλώπειο τείχος το οποίο την περιέβαλλε και φυσικά την προστάτευε, από κάθε εχθρική προσβολής. Το τείχος αυτό χρειάζονταν και τούς υπερασπιστές του, οι οποίοι θα πρέπει να είχαν λιγοστέψει. Βιαίως οι πληθυσμοί εξωθούντο ν’ αποτελέσουν πληρώματα των Τουρκικών πλοίων ή και αυτών των Βενετικών και αυτό θα φανεί στην μεγάλη ναυμαχία της Ναυπάκτου, όπου τα Ελληνικά πληρώματα που υπηρετούσαν στα Τουρκικά πλοία ολιγώρησαν και δεν προσέφεραν τις ανάλογες υπηρεσίες, και αυτή τους η συμπεριφορά συνετέλεσε στην μεγάλη ήττα και την καταστροφή των Τούρκων σε εκείνη την περιώνυμη ναυμαχία.
Πολλές φορές η Βενετία ξεσηκώνει τούς χριστιανικούς πληθυσμούς κατά των Τούρκων και αυτό φυσικά δεν μένει κάθε φορά χωρίς συνέπειες, όπου οι επερχόμενες Τουρκικές ορδές κατασφάζουν και ερημώνουν τον τόπο.
Ο κακός δαίμονας της περιοχής ήτο ο αρχιπειρατής Χαϊρεδίν Βαρβαρόσσα, ο εξωμότης από τον Αχλαδόκαμπο της Λέσβου, ο Ελληνικής καταγωγής Γενίτσαρος (Χρήστος Γιακούμπογλου) που αποδείχθηκε ο κακός δαίμων των νησιών και των στεριανών πληθυσμών, υπερέβαλλε ακόμα και από αυτούς τούς χειρότερους Τούρκους, έθεσε σε μεγάλη δοκιμασία και τους Ακαρνανικούς πληθυσμούς.
Ορμητήριό του ο Αμβρακικός κόλπος και τα νησιά του Ιονίου Πελάγους, ηγείτο του Τουρκικού στόλου, κάτω από τις ευλογίες του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, που τον όρισε Καπουδάν Πασά (Αρχιναύαρχον) και Πασά του Αλγερίου, όπου εδώ μετέφερε χιλιάδες των αιχμαλώτων χριστιανών κυρίως γυναίκες και παιδιά, και τα πουλούσε στα σκλαβοπάζαρα, αλλά μετέφερε επίσης αιχμαλώτους και στα σκλαβοπάζαρα της Κων/πόλης.
Η σφαγή του ανδρικού πληθυσμού, όσους μπορούσε να συλλάβει ύστερα από καταδίωξη, τους κατέσφαζε προβαίνοντας σε καταδρομικές νυχτερινές επιθέσεις, φυσικά υπό τον μανδύα της μυστικότητας.
Τα ίδια έκανε και στα Αλυζιακά παράλια, όπου δεν άφηνε άνθρωπο να ασκείται στα ειρηνικά του έργα, όλους τους συνελάμβανε και τους οδηγούσε στα πειρατικά πλοία, αν δεν τους αποκεφάλιζε. Ήταν φυσικό λοιπόν και χωρίς την εκπόρθηση της πόλης, αυτή να χάνει το πολύτιμο δυναμικό της για φυσικά την οικονομική της οπισθοδρόμηση, αφού έχανε τους πληθυσμούς της.
Κάτω λοιπόν από αυτές τις συνθήκες, τα φοβερά αυτά γεγονότα, τα οποία λάμβαναν χώρα για περίπου δύο αιώνες, πως θα μπορούσε πραγματικά ν’ αντέξει. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι μετά την ήττα των Δυτικών Χριστιανικών δυνάμεων στην ναυμαχία της Πρέβεζας, των Τουρκικών δυνάμεων ηγείτο ο Χαϊρεδίν Βαρβαρόσσα, μετά από αυτή την νίκη οι Τούρκοι αποθρασύνθηκαν, και επεχείρησαν δυστυχώς με επιτυχία να καταφέρουν αλλεπάλληλα πλήγματα στην περιοχή, όπου κατά ένα μεγάλο μέρος της βρισκότανε κάτω από την επιρροή των Ενετών. Στα 1538, που έλαβε χώρα η νικηφόρα για τους Τούρκους ναυμαχία της Πρεβέζης, αν και κάποιοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι δεν έλαβε χώρα εκτεταμένη σύγκρουση γιατί ο Ανδρέα Ντόρια υποχώρησε και αυτό θεωρήθηκε από τούς Τούρκους θρίαμβος, τότε ο αποθρασυνόμενος Χρήστος Γιακούμπογλου, ελεύθερος πλέον και όχι κάτω από την πίεση του Ενετικού στόλου, προέβη σε καταστροφές των εναπομεινάντων Ελληνικών πληθυσμών. Σε αυτή περίπου την χρονολογία μπορούμε ν’ αποδώσουμε την ολοκληρωτική καταστροφή και της πόλης της Αλυζίας.
Οι λιγοστοί σχετικά υπερασπιστές της θα πρέπει να έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, για την υπεράσπισή της. Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν σκηνές αλλοφροσύνης, εδώ ήτανε η ολοκληρωτική της καταστροφή.
Βέβαια δεν γνωρίζουμε την έκταση των δραματικών γεγονότων που παίχθηκαν, μπορούμε να φανταστούμε, αλλά εδώ η πραγματικότητα θα πρέπει να ξεπέρασε κι αυτήν την οργιάζουσα φαντασία.
Πόσοι Αλυζαίοι σφαγιάσθηκαν, πόσες παρθένες σύρθηκαν στα πειρατικά πλοία για να πάρουν το δρόμο για τα δουλοπάζαρα του Αλγερίου, όπου ήταν Πασάς ο Γιακούμπογλου, ποιος μπορεί να φανταστεί τις λεηλασίες των μνημείων της πόλης, τις καταστροφές των πολιτιστικών θησαυρών, την παντελή καταστροφή λαμπρών πολιτιστικών επιτευγμάτων χιλιετηρίδων και τελικά θα πρέπει να παρέδωσαν την πόλη στις φλόγες, για να εκδικηθούν τους Αλυζαίους για το αγωνιστικό φρόνημά τους, αλλά και γιατί ήταν ταγμένοι με το μέρος των Ενετών. Τούτος ο αιμοβόρος και αιμοδιψής γενίτσαρος αποδείχθηκε φοβερότερος και αυτών των Τούρκων. Έχοντας στην καπιτάνα του και το Χριστιανικό σύμβολο της Παναγίας Τριάδος, προσορμίζεται εδώ στο λιμάνι του Ηρακλή που βρισκότανε κάτω από την προστασία της και δεν άφησε λίθο πάνω στο λίθο.
Ποιος θα μπορούσε να περιμένει αυτή την εξέλιξη. Είναι δυστυχώς πολλά τα παιχνίδια, που παίζει η μοίρα όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και στις περιοχές. Μπορούμε με τα μάτια της ψυχής μας να φανταστούμε τις σκηνές αλλοφροσύνης που ακολούθησαν και μπορούμε ν’ ακούσουμε τα μοιρολόγια και τα ξεμαλλιάσματα των γυναικών, όσες κατάφεραν να γλυτώσουν και τράβηξαν για τις κορυφές των Ακαρνανικών και δεν μπόρεσαν να γλυτώσουν τα παιδιά τους. Μπορούμε ν’ ακούσουμε τα γοερά κλάματα των ανδρών, τα ανδρικά μοιρολόγια, για τα κατεσφαγμένα τα παιδιά τους. Μπορούμε να φανταστούμε την πόλη να παραδίνεται στις φλόγες και να κατακαίγεται, και τούτες οι φλόγες να κατακαίνε μία ιστορία τριών χιλιάδων ετών, σε τούτη την πόλη που γενιές γενεών είχαν αποθέσει την δημιουργική τους προσπάθεια, τα όνειρα και τις ελπίδες τους, που εργάστηκαν για να την καταστήσουν στολίδι και κόσμημα των Ακαρνανικών παραλίων.
Η πλειάδα των πειρατικών πλοίων που βρίσκονταν προσορμιζόμενα στο ιστορικό λιμάνι του Ηρακλή, φόρτωναν το πολύτιμο «εμπόρευμά» τους, φόρτωναν την ελπίδα των Αλυζαίων, που δεν ήταν τίποτε άλλο από τα παιδιά τους. Τρέχοντας οι υπόλοιποι να σωθούν, τα κλάματα τους και οι σπαρακτικές κραυγές τους γιομίζουν τις πλαγιές και τις κορφές, που κατέφευγαν.
Ένα ατελείωτο δράμα, που θα ζήσουν τούτοι οι άνθρωποι για χρόνια, θα κουβαλάνε αυτούς τους καημούς και τον αβάσταχτο πόνο για την απώλεια αγαπημένων προσώπων τους. Φεύγουν γεμάτη απελπισία, δεν γνωρίζουν που οδεύουν, γυρίζουν πίσω και αντικρίζουν την πόλη τους, δεν βλέπουν καμιά ελπίδα επιστροφής τους.
Μία λαμπρή ιστορική πορεία, μία λαμπρή κληρονομιά που μεταβιβαζόταν από γενιά σε γενιά, τώρα ο τόπος έρημος στερημένος των πληθυσμών του, ζει και βιώνει μία άλλη πραγματικότητα πρωτόγνωρη τραγική. Θα έπρεπε η πόλη αυτή την περίοδο να διέθετε κάμποσο πληθυσμό, αν κρίνουμε από τούς ανθρώπους που κατάφεραν να ξεφύγουν και που τράβηξαν για τα’ Ακαρνανικά, όπου αργότερα θα ενισχύσουν σε ανθρώπινο δυναμικό τους πανάρχαιους ποιμενικούς οικισμούς, που λειτουργούσαν στην ορεινή ζώνη, από τα πανάρχαια χρόνια. Ο οικισμός του Παλιοχωριού που θα είναι ο πιο πολυάνθρωπος, αυτά μας το λένε τα πέτρινα σπίτια, πέτρινες στερεές κατασκευές, που άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους κάμποσα χρόνια μετά την καταστροφή. Τούτος ο οικισμός του Παλιοχωριού περίπου προς το τέλος του 16ου αιώνα, όταν πλέον ασφαλισμένοι στις υπώρειες των Ακαρνανικών μπορούσαν να διαφύγουν την πειρατικήν μάχαιραν. Αυτή η δράση των πειρατών ποτέ δεν σταμάτησε, και συνέχιζαν να επισωρεύουν ερείπια επί των ερειπίων.
Οι Βυγλάτορες όμως που ήταν ακοίμητοι φρουροί στα καραούλια, προστάτευαν τούτους τους ανθρώπους από αιφνιδιαστικό κτύπημα, είχαν πληρώσει βαρύ φόρο αίματος στο παρελθόν.
Πολλοί Αλυζαίοι όσοι δεν έφυγαν για πιο απόμακρα μέρη, όπως στην περιοχή του ορεινού Βάρνακα, που ακόμα κάποιοι τον ονομάζουν Αλυζία, στην περιοχή βόρεια της Παναγούλας, τον πανάρχαιο οικισμό της Ορσίτσας, που δηλώνει παρουσία από τα μυθολογικά χρόνια, και σε άλλες ορεινές περιοχές, που θα μπορούσαν να είχαν καταφύγει, όπου θα βρήκανε καταφύγιο στους πολυπληθείς ποιμενικούς οικισμούς, που κι αυτοί ήταν πανάρχαιοι και τους οποίους τους μπόλιασαν με καινούριο αίμα και τους έδωσαν άλλη δυναμική στην παραγωγική τους βάση.
Ο μεγάλος όγκος των Αλυζαίων τράβηξε για το Παλιοχώρι, έναν οικισμό που βρίσκεται βόρεια της Καντήλας, όπου εδώ θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις εγκατάστασής τους. Αν κρίνουμε από το πλήθος των πέτρινων κατασκευών, που ήταν έργο μάλλον Αγραφιωτών και Ηπειρωτών μαστόρων, αν συνυπολογίσουμε και το πλήθος των σφαγιασθέντων, αλλά και αρπαχθέντων Αλυζαίων, θα πρέπει να ισχυριστούμε ότι αυτή την περίοδο η πόλη, διάθετε αρκετό ή ικανό αριθμό υπερασπιστών, παρά βέβαια την οικονομική της οπισθοδρόμηση, που πιστεύουμε ότι ήταν η αιτία της καταστροφής της, αφού έχασε ή απώλεσε μέρος του ανθρώπινου δυναμικού της, μέρος των στηριγμάτων της.
Η τοπική παράδοση τοποθετεί την δημιουργία του πέτρινου οικισμού του Παλιοχωριού προς το τέλος του 16ου αιώνα, μισό περίπου αιώνα μετά την καταστροφή της Αλυζίας. Δεν έχουμε κανένα πειστικό επιχείρημα, για να μπορέσουμε να τεκμηριώσουμε αυτή την άποψη. Θα θέλαμε πραγματικά πολλές σελίδες, αλλά και πολλή φαντασία για να ζωντανέψουμε αυτή την πραγματικότητα, που έζησαν οι Αλυζαίοι, και η οποία πόλη, έμελλε να πέσει στα ίδια χέρια του αιμοβόρου κατακτητή, που έπεσε η Βασιλεύουσα πριν από 80 χρόνια. Έτσι η μοίρα προδιέγραψε την ιστορική της πορεία.
Όποιος περπατάει τα ιερά χώματα της, τους τόπους που ήταν κτισμένη, αν και η ίδια η φύση θέλει να σβήσει και τα τελευταία απομεινάρια της, αυτή είναι η τύχη του τόπου, ακούς το γοερό της κλάμα, ακούς το κύκνειο άσμα της, ακούς το ατέλειωτο μοιρολόι της. Είναι η πόλη μας η μαρτυρική, που επισφράγισε την τρισχιλιετή ιστορία της με μία τέτοια τελειωτική καταστροφή.
Στο μυαλό μας θα μένει πάντα μία ιδανική πολιτεία και τα ερείπια της θα αποτελούν για μας λαμπρά δείγματα του μακραίωνου και πολυκύμαντου παρελθόντος της.
Ποτέ δεν θα σβήσει από το μυαλό μας, ποτέ δεν πρόκειται να πάψουμε να τη μελετάμε , γιατί τούτο το κεφάλαιο για μας είναι ανεξάντλητο. Γιατί την έχουμε στο μυαλό μας σαν μία πόλη ιδανική, που ποτέ δεν θα πάψει ν’ αποτελεί την δική μας προβληματική.
Η αδέκαστη θεϊκή μοίρα κάμποσα χρόνια αργότερα, περίπου ένα αιώνα, στις 7 Οκτωβρίου 1571 θα λάβει χώρα η περίφημη ναυμαχία, η της Ναυπάκτου καλουμένη. Αυτός ο αιμοβόρος και αιμοδιψής πειρατής Χαϊρεδίν Βαρβαρόσσα, ο οποίος δεν ζει πλέον, πέθανε στην Κων/πόλη, για να απολαύσει την τέλεια και οριστική καταστροφή του Τουρκικού πολεμικού στόλου, από τις ενωμένες Χριστιανικές δυνάμεις.
Η ναυμαχία αυτή ήταν μία από τις σημαντικότερες συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στην θαλάσσια περιοχή των Εχινάδων νήσων και έμελλε να κριθεί η τύχη των τότε «θαλασσοκρατούτων» Τούρκων σε μία Ακαρνανική θάλασσα, γιατί επισώρευσε πολλές καταστροφές στους εδώ πληθυσμούς και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να ξοφλήσει το απεχθές χρέος του.
Η σύγκρουση αυτή έλαβε χώρα μεταξύ των Ενωμένων στόλων της Βενετίας, της Γένοβας, της Νεάπολης, της Σικελίας, και του Πάπα αφ’ ενός και αφ’ ετέρου του ενιαίου στόλου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η ναυμαχία θα λάβει χώρα στο ακρωτήριο των Εχινάδων Σκρόφα.
Υ.Γ.: Δεν θα μπορούσαμε να παραθέσουμε ολόκληρη την μελέτη παρά μόνο ένα τμήμα της. Είναι τα πιο χαρακτηριστικά της σημεία.
Απλά καταπληκτικό. Μου αρέσει και πολύ ο τρόπος έκφρασης του συγγραφέα.
ΑπάντησηΔιαγραφήπολυ καλο αλλα θα πρεπει να δημοσιευεται σε συνεχειες γιατι ετσι ειναι κουραστικο,
ΑπάντησηΔιαγραφή