Γράφει η κα Παρασκευή Σιδερά - Λύτρα.
Αλέξανδρος Μ. Σιδεράς
Καθηγητής Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας
"στυγνόν θανάτου νέφος ημαύρωσε"
Τα τελευταία χρόνια έχεις πολλές φορές δυσκολίες να αντιληφθείς την πραγματική σημασία του ρήματος φεύγω, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιείται ο αόριστος "έφυγε". Και ο συνομιλητής ρωτάει αφελώς: "Πού πήγε;". Η διευκρίνιση στον απορούντα οδηγεί στη διαπίστωση, ότι εκείνος, για τον οποίο γίνεται λόγος, δεν έφυγε για κάπου, αλλά πέθανε. Ευφημισμός;
Οι άνθρωποι φοβούνται τον θάνατο, φοβούνται ακόμη και να τον αναφέρουν με το όνομά του. Γι᾽αυτό, οι άνθρωποι "δεν πεθαίνουν", οι άνθρωποι "φεύγουν". Στο βάθος κρύβεται ο φόβος. Ό,τι δεν ονομάζεις με το όνομά του, πιστεύεις, πως κρατώντας το μακριά, αγνοώντας το, το εξευμενίζεις, το εξορκίζεις. Και αφού συνέβη, το ωραιοποιείς, το εξαγνίζεις, για να παρηγορηθείς και να πιστέψεις ο ίδιος, ότι δεν συνέβη.
Συχνά διακρίνεις βέβαια, ότι αυτός που κάνει αναφορά στον θάνατο, διακατέχεται από σεβασμό, ευλάβεια, δέος απέναντι στον θανόντα, ότι δεν θέλει να δώσει την εντύπωση της βεβήλωσης με την αναφορά της λέξης "πέθανε", και γι᾽αυτό χρησιμοποιεί τη λέξη "έφυγε". Τη λέξη "έφυγε" την έχει όμως οικειοποιηθεί το καθημερινό λεξιλόγιο τόσο, ώστε έχεις την εντύπωση, πως το "πέθανε" δεν υπάρχει πλέον, και το "έφυγε" χρησιμοποιείται τελικά με μια αδιαφορία, που πληγώνει τον λυπημένο. Είναι μια λέξη σαν τις άλλες, ξεφτισμένη.
Στο χωριό μου στην παιδική μου ηλικία, όταν γινόταν λόγος για κάποιον που είχε πεθάνει στο παρελθόν, συχνά άκουγα, ότι αυτός "χάθηκε". Δεν ήταν σαν το σημερινό αδιάφορο "έφυγε" – ήταν κάτι συνειδητότερο, βαθύτερο. Και πρέπει να πω, ότι με κατελάμβανε δέος. Η λέξη "χάθηκε" με ακολουθούσε για πολύ.
Πέθανε! Συνειδητοποιείς την μη ύπαρξη του θανόντος επί γης. Έφυγε! Κάπου είναι και θαρθεί. Ο άνθρωπος είναι αδύναμος, αγαπάει τις ψευδαισθήσεις! Αλλάζει τη σημασία των λέξεων, για να ζει στον φανταστικό του κόσμο.
Βέβαια η αναφορά του θανάτου μεταφορικά, ευφημιστικά καλλωπισμένου, δεν είναι κάτι νέο στην ελληνική μας γλώσσα των χιλιετηρίδων από τις πρώτες αρχές της μέχρι σήμερα. Τα λογοτεχνικά κείμενα όλων των εποχών βρίθουν παραδειγμάτων. Με χαρμολύπη διαβάζει κανείς τα μεταφορικά λεκτικά στολίδια για τον θάνατο διάσπαρτα και μέσα στους 142 σωζόμενους βυζαντινούς επιταφίους, τους οποίους έχει παρουσιάσει στο αναγνωστικό κοινό πριν περίπου τριάντα χρόνια σε βιβλίο του δημοσιευμένο στην Ακαδημία Επιστημών της Αυστρίας, ο άνδρας μου Αλέξανδρος Σιδεράς, ελληνιστής, καθηγητής Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Γοττίγγης (Göttingen).
Η "αναχώρησή του από τους ανθρώπους" πριν από ένα χρόνο με οδήγησε, να κάνω τις άνω εκτεθείσες σκέψεις σχετικά με τον τρόπο, που συχνά μιλάει κανείς για τον θάνατο.
Σε βυζαντινούς επιταφίους διαβάζομε: Ο θανών δεν πέθανε, "η γλώσσα συστάλθηκε και τηρεί βαθειά σιγή" ("γλώσσα συνεστάλται και βαθείαν άγει σιγήν"), "όταν έπρεπε να αναχωρήσει από τους ανθρώπους" ("ότε δ᾽αναχωρείν εξ ανθρώπων έδει"), αφού "έλειψε του ήλιου το φως" ("λείψειν φάος ηελίοιο") και "σκοτάδι του Άδη και ανήμερη νύχτα απέκρυψε τέτοιο άστρο, αμαύρωσε τέτοιο κάλλος" ("σκότος Άδου και ανήμερος νύξ, οίον άστρον απέκρυψεν, οίον κάλλος ημαύρωσε").
Στην προκειμένη περιπτωση ,αγαπητη κυρία Βούλα Σιδερα - Λύτρα , δεν ισχύει κανένα απ' τα " λεγομενα"που αναφέρατε.Ούτε "εφυγε " ούτε "χάθηκε" ούτε "πέθανε" ούτε "χαλάστηκε" (Κολοκοτρωναίικη ρήση) ούτε " αναχώρησε". Κάπου εδώ ειναι....... Αυθεντικές αποδείξεις και μαρτυρίες το βεβαιώνουν Κ.Μ.
ΑπάντησηΔιαγραφή