Απρίλιος μήνας, τα λουλούδια άνθιζαν, η φύση οργίαζε στη βλάστηση, τα φίδια έβγαιναν από τη χειμέρια νάρκη, οι χελώνες βοσκούσαν στα τρυφερά χόρτα, τα αρνάκια έπαιζαν ανέμελα στο γρασίδι, η οικόσιτη κατσίκα δεμένη στη ελιά μασούσε τα χορταράκια και στα χωριά μας οι δρόμοι άδειοι, τα καφενεία ήταν κλειστά, το μικρό μας γηπεδάκι έρημο ένιωθε την αβάσταχτη μοναξιά του και τα σπίτια κλειδωμένα. Άνθρωπο στους δρόμους δεν έβλεπες και ένα πέπλο σιωπής και ησυχίας τα σκέπαζε μέχρι το απόγευμα.
Εμείς τα παιδιά, ως μαθητές του Δημοτικού ή του Γυμνασίου και Λυκείου, απουσιάζαμε στα σχολεία μας και οι γονείς μας από το πρωί βρίσκονταν στα χωράφια για το φύτεμα του καπνού.
Ο Απρίλιος ήταν ο μήνας που ξεκίναγε το φύτεμα των φυντανιών καπνού στο χωράφι, ενός φυτού που το προϊόν του έμελλε για πολλές δεκαετίες, έως τέλος δεκαετίας του 1990, στο Ξηρόμερο και τα περίχωρα του Αγρινίου, να αποδίδει το μεγαλύτερο οικογενειακό εισόδημα στα νοικοκυριά.
Οι γονείς μας ξεκίναγαν την εργασία από νωρίς το απόγευμα της προηγούμενης ημέρας, βγάζοντας ένα - ένα τα Φυντάνια καπνού από τις βραγιές, που είχαν μεριμνήσει να σπείρουν το σπόρο και να φυτρώσει, από τον Φεβρουάριο. Τα τοποθετούσαν με σειρά και επιμέλεια μέσα σε ξύλινα κασόνια ή πλαστικά τελάρα.
Είχε προηγηθεί καλό όργωμα και φρεζάρισμα του χωραφιού, ώστε να μπορούν εύκολα να σχηματιστούν τα αυλάκια μέσα στα οποία θα φυτεύονται τα Φυντάνια καπνού.
Έως τις αρχές του 1970, αυτές οι εργασίες στο χωράφι γίνονταν με τα άλογα που έσερναν είτε το υνί είτε το αλέτρι για όργωμα και την ξύλινη σβάρνα για φρεζάρισμα και αργότερα με τα τρακτέρ.
Για να υπάρχει βάρος στη σβάρνα ώστε να γίνεται το φρεζάρισμα, ο πατέρας ανέβαζε εμάς τα παιδιά στη σβάρνα μαζί με μεγάλες πέτρες. Εμείς βέβαια άλλο που δεν θέλαμε να μας πηγαίνει βόλτα σβαρνίζοντας το χωράφι.
Την άλλη μέρα, πρωί - πρωί πριν βγει ο ήλιος, οι γονείς μας και αν υπήρχαν παππούδες και γιαγιάδες, φόρτωναν τον γάϊδαρο με τα εργαλεία της δουλειάς και τα κασόνια με τα φυντάνια καπνού και μετέβαιναν στο χωράφι για το φύτεμα.
Τα εργαλεία της δουλειάς αποτελούνταν από ξύλινα κοντά σουβλιά για το φύτεμα, μία ή δυο τσάπες για τη δημιουργία των αυλακιών, τσίγκινα πιάτα για να τοποθετούνται εκεί τα φυντάνια του καπνού και ένας μικρός αβαθής λάκκος για δημιουργία λάσπης, που εκεί με τη λάσπη θα βρέχονται τα φυντάνια, ώστε να έχουν την ανάλογη υγρασία κατά το φύτεμα στα αυλάκια.
Ο ποιο γερός, συνήθως ο πατέρας, θα αναλάμβανε να φτιάξει με την τσάπα τα αυλάκια με ισόποσες αποστάσεις μεταξύ τους. Οι υπόλοιποι, κρατώντας πάντα μαζί τους από ένα πιάτο γεμάτο με τα λασπωμένα στη ρίζα τους φυντάνια και το σουβλί τους, άρχιζαν ο ένας δίπλα στον άλλον και κατά μήκος των αυλακιών, σκυμμένοι και με το σουβλί στο χέρι, να τα φυτεύουν.
Η διαδικασία αυτή θα διαρκούσε όλη την ημέρα, μέχρι να αδειάσουν τα κασόνια.
Στα αυλάκια του φυτέματός, μόνιμη παρέα το τρανζιστοράκι που μας διασκέδαζε με τη μουσική, το καθημερινό μυθιστόρημα και την ώρα των ακροατών.
Στις άκρες του χωραφιού ή στις άκρες των αυλακιών φυτεύανε ρεβίθια και καλαμπόκι, για να έχουνε να τρώνε την εποχή του μαζέματος του καπνού, δηλαδή από τον Ιούνιο και μετά.
Κατά τη διάρκεια της εργασίας, γίνονταν ένα ή δύο διαλείμματα για φαγητό. Το σακούλι περιείχε λίγα και ταπεινά φαγητά όπως: ψωμί, τυρί, μπουκάλι με λαδόξυδο, ελιές, κρεμμύδι, ως βασικά είδη και ίσως φαγητά που μαγειρεύτηκαν την προηγούμενη, όπως φασολάδα, φακές, ρεβύθια, κουκιά που άντεχαν στις συνθήκες του χωραφιού.
Έτρωγαν στη μέση του χωραφιού ή στις άκρες του και πολλές φορές κάτω από τον ήλιο. Ένα παγούρι νερό θα τους ξεδιψούσε και θα το ξαναγέμιζαν από τα κοντινά πηγάδια.
Εμείς τα παιδιά, τελειώνοντας από το σχολείο το μεσημέρι, πηγαίναμε κατευθείαν στο χωράφι. Το μαθητικό λεωφορείο που μας μετέφερε από τα χωριά μας στο σχολείο στον Αστακό και επιστροφή στο σπίτι, έκανε εκείνο το μήνα πολλές στάσεις κατά τη επιστροφή και επί της διαδρομής. Με τη σάκα στον ώμο κατεβαίναμε κοντά στα χωράφια μας, για να βοηθήσουμε τους γονείς μας στο φύτεμα και να τελειώσει η μέρα τους ποιο γρήγορα, ενώ οι υπόλοιποι που τα χωράφια ήταν μακριά από το δρόμο, αφήναμε τη σάκα με τα βιβλία στο σπίτι και κατευθείαν στο χωράφι.
Προσφέραμε τη βοήθεια που μπορούσαμε και παρά το πολύ μικρό της ηλικίας μας, τα καταφέρναμε καλά. Φαγητό θα τρώγαμε και εμείς ότι είχε το σακούλι και ίσως και καμιά κονσέρβα που θα μας τη φύλαγε η μάνα μας ή κάποιο τηγανητό κεφτεδάκι ως έκπληξη, αλλά σπανίως.
Με το τέλος της ημέρας στο χωράφι, οι γονείς μας θα συνέχιζαν την εργασία πηγαίνοντας στο χώρο που ήταν οι βραγιές για να βγάλουν ξανά φυντάνια για το φύτεμα της επόμενης ημέρας και να τα ποτίσουν, να αλλάξουν θέση στην κατσίκα που έβοσκε και να ξεκουράσουν το γαϊδουράκι δίνοντας του νέα τροφή και καθαρό νεράκι.
Οι εργασίες αυτές θα συνεχίζονταν για ένα μήνα περίπου και ανάλογα τα στρέμματα που θα φύτευε η οικογένεια και τον αριθμό των ατόμων της οικογένειας.
Με το τέλος της ημερήσιας εργασίας, εμείς τα παιδιά, θα πηγαίναμε στο σπίτι για διάβασμα και να τακτοποιήσουμε και εργασίες νοικοκυριού, και αν έμενε χρόνος μέχρι να νυχτώσει τρέχαμε στο γηπεδάκι για να παίξουμε μπάλα. Με το σούρουπο επέστρεφαν στο σπίτι και οι γονείς μας.
Ο πατέρας συνήθως θα πήγαινε καφενείο για καφέ και την ανάλογη κουβεντούλα, για το πώς πήγε η μέρα, με τους συγχωριανούς του. Η μάνα στο σπίτι για προετοιμασία φαγητού, πλύσιμο και άλλες σπιτικές εργασίες αλλά και φροντίδα των παιδιών της.
Για φύτεμα δεν πηγαίναμε μόνο τις Κυριακές και στις θρησκευτικές αργίες. Κανόνας απαράβατος!!
Κουραστική δουλειά ο καπνός, που σε ανάγκαζε να είσαι όλη μέρα στο χωράφι σκυμμένος/νη και μέσα στον ήλιο και όλες οι εργασίες χειρωνακτικές.
Ο καπνός είναι ξηρανθεκτικό φυτό, δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε νερό, γι' αυτό και ευδοκιμούσε στο Ξηρόμερο. Όσοι βέβαια είχαν την δυνατότητα να τον ποτίσουν δύο οι τρεις φορές, η καλλιέργεια αύξανε την απόδοση και τα κιλά. Τα νερά όμως στο Ξηρόμερο υπήρχαν μόνο σε στέρνες ή λούτσες και πηγάδια και οι περισσότεροι καπνοκαλλιεργητές δεν είχαν ούτε αυτά.
Η ειρωνεία της τύχης και τις εξέλιξης είναι ότι, όταν βγήκαν τα μηχανικά μέσα, οι φυτευτικές μηχανές για να φυτεύουν τον καπνό, αυτό μας διευκόλυνε ένα με δύο χρόνια, γιατί μετά η Πολιτεία, το κράτος, οι κυβερνήσεις, απαγόρεψαν την καλλιέργεια του καπνού, στερώντας από τις οικογένειες του Ξηρομέρου και του Αγρινίου το βασικό τους εισόδημα.
Ένα εισόδημα με πολύ ιδρώτα και μόχθο, αλλά σταθερό που ανέθρεψε γενιές και γενιές και μάλιστα με τις καλύτερες αρχές και ανθρώπινες αξίες.
Αυτό το εισόδημα, οι κυβερνήσεις και οι πολιτικοί, ουδέποτε το αντικατέστησαν με άλλο προϊόν και έτσι οι καπνοκαλλιεργητές κάτοικοι των χωριών, φτωχοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό και ποσοστό και αυτή η φτωχοποίηση άνοιξε ξανά το δρόμο για την εγκατάλειψη της επαρχίας μας.
Σημ.: Η συνέχεια τον Μάϊο με το σκάλο (σκάλισμα).
Για άλλη μια φορά ένας υπέροχος Παναγιώτης. Η χθεσινή φτωχοποίηση με την στέρηση του καπνού, σήμερα άλλαξε ιδιότροπα. Ενώ ο κοσμάκης άρχισε να ασχολείται με άλλους τρόπους για να έχει κάποιο εισόδημα, έρχεται πάλι η πολιτεία, με τους πολιτικούς..... αγύρτες και του στερούν όχι μόνο ένα μικρό εισόδημα από την ενασχόλησή του με τον τουρισμό αλλά και το ψάρεμα, του στερούν παράλληλα και μία ανθρώπινη διαβίωση, καταστρεφοντας το περιβάλλον. Το νέο όπλο του πολιτικού κατεστημένου; ΠΟΑΥ. Ψηφίστε τους.
ΑπάντησηΔιαγραφή