Tου Διονύση Γουσέτη / diongus@otenet.gr
Κατανοώ, φίλε, την αγανάκτησή σου. Είμαι κι εγώ αγανακτισμένος. Είμαι όμως και προβληματισμένος. Προσπαθώ να βρω τι και ποιος φταίει για το χάλι μας. Ακούω ότι κατηγορείς το Μνημόνιο και την τρόικα, δηλαδή τους εταίρους μας.
Συγκρίνεις τη ζωή μας πριν και μετά το Μνημόνιο και συμπεραίνεις ότι αυτό φταίει. Όμως, πρόκειται για λάθος σύγκριση. Η σωστή σύγκριση είναι μεταξύ του πώς είναι η ζωή μας τώρα και πώς θα ήταν αν δεν υπήρχε το Μνημόνιο. Χωρίς αυτό θα είχαμε πτωχεύσει. Αυτό θα σήμαινε έξοδο από το ευρώ και επιστροφή στη δραχμή, ώστε να μπορούμε να τυπώσουμε πληθωριστικό χρήμα. Περίπου όπως στην κατοχή. Οι μισθοί σχεδόν όλων μας θα πήγαιναν κάτω από το όριο της φτώχειας και οι συντάξεις κάτω από το όριο της αξιοπρέπειας. Αυτός ο κίνδυνος υπάρχει ακόμα και οφείλεται στο ότι η ανίκανη κυβέρνηση δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να εφαρμόσει το Μνημόνιο που υπέγραψε.
Δεν είναι ο μόνος λόγος που πρέπει να ευγνωμονούμε τους εταίρους μας. Είναι και οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις που τώρα παραδεχόμαστε ότι έπρεπε να γίνουν από χρόνια, αλλά αδυνατούσαμε μόνοι μας. Έπρεπε να μας τις επιβάλουν. Οι κυβερνήσεις και οι συνδικαλιστές μας κορόιδευαν ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις μας ανήκουν και πρέπει να τις υπερασπιζόμαστε. Στην πραγματικότητα ανήκουν στις συντεχνίες που τις νέμονται και στους συνδικαλιστές που τις διοικούν, μαζί με τις κυβερνήσεις που τις γέμιζαν με υπεράριθμους για να μαζεύουν ψήφους. Τους τζάμπα μισθούς τους πληρώναμε και τους πληρώνουμε εμείς. Ένας τέτοιος υπεράριθμος μπορεί να είναι ο διπλανός σου, που αγανάκτησε επειδή έχασε κάποια προνόμια. Είναι πιο λογικό να αγανακτείς εναντίον του, παρά στο πλάι του. Όπως και εναντίον κάποιου που αγανακτεί με τα κόμματα, όχι επειδή μας έφεραν στο σημερινό χάλι, αλλά επειδή λόγω Μνημονίου έχασαν πια τη δύναμη να του διορίσουν τον γιόκα ή αναγκάζονται να τον απολύσουν.
Δεν είμαι ανάλγητος που μιλώ για απολύσεις. Είναι σήμερα η πιο ανθρωπιστική εφικτή λύση. Και ισχύει μόνο όσο παίρνουμε τα λεφτά του Μνημονίου και μπορούμε να επιλέγουμε και να προγραμματίζουμε. Ο Στέφανος Μάνος πρότεινε, όσοι μόνιμοι του Δημοσίου απολύονται να λαμβάνουν το 70% του μισθού τους για τρία χρόνια, ενώ θα ψάχνουν για δουλειά. Αν πτωχεύσουμε, τέτοια πολυτέλεια δεν θα υπάρχει.
Ο μόνος τρόπος να βοηθήσουμε τον εαυτό μας και τη χώρα μας είναι να ξεμάθουμε στις πολυτέλειες με δανεικά και να μάθουμε να ζούμε με αυτά που έχουμε και που μπορούμε να παράγουμε. Παράλληλα, να αυξήσουμε αυτά που παράγουμε, δημιουργώντας πρωτογενές πλεόνασμα, που είναι το μόνο «κλειδί» που θα μας βγάλει από το χάλι. Και, τέλος, να αγανακτήσουμε με τα κόμματα που, αφού όλα χωρίς εξαίρεση μας έφεραν ώς εδώ, τώρα με περισσό θράσος φέρνουν εμπόδια στα μέτρα εξυγίανσης, στο όνομα δήθεν του ανθρωπισμού, του έθνους, του σοσιαλισμού κ.λπ. Στην πραγματικότητα, αδιαφορούν τόσο για τον ανθρωπισμό, όσο και για μας και για τη χώρα. Μοναδική τους έγνοια ήταν και είναι το πολιτικό κόστος, δηλαδή η ψήφος μας. Ας αναζητήσουμε νέες πολιτικές δυνάμεις να την δώσουμε.
Μα αυτό είναι το ζητούμενο. Η τελευταία σας φράση. Να αναζητήσουμε τις νέες πολιτικές δυνάμεις. Δεν διαφωνώ με τις σκέψεις που αναλύθηκαν στο άρθρο. Ούτε υποστηρίζω ότι γίνονται όλες αυτές οι συγκεντρώσεις με σκοπό να επανέλθουμε στο έτος 2009 (τουλάχιστον, που όλα φαίνονταν να είναι καλά) αν και μερικοί ίσως να σκέφτονται ότι μπορούν να το πετύχουν (!!!!). και από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις μόνο αυτό το μήνυμα μπορώ να αποκωδικοποιήσω. Ωραία, μπροστά με 0,5 μονάδα η ΝΔ. Και το ΠΑΣΟΚ καταβαραθρωμένο σε σχέση με τα ποσοστά εκλογής του. Αλλά δεν βλέπουμε και που είναι αυτή η 0,5 μονάδα? Στο 31% έναντι 30,5% του δεύτερου ΠΑΣΟΚ? Κάπως έτσι είναι τα νούμερα της δημοσκόπησης (σημερινής 1/6/2011) της VPRC. Και που είναι τα ποσοστά της προηγούμενης εκλογής? Ποιός καρπώθηκε αυτή τη διαφορά? Και φυσικά επί πόσων ψηφοφόρων? Του 20% του λαού? Του 30% του 40%? Μεγάλο ερώτημα η αποχή. Αλλά αυτό ακριβώς είναι και το ερώτημα και το ζητούμενο αλλά και η απάντηση. Κάνουμε στατιστική (εκλογική) για να θολώνουμε τα νερά ή ο κόσμος ξέρει τι τον περιμένει και απαιτεί κάθαρση και τιμωρία? Τόσα σκάνδαλα και όλοι ατιμώρητοι? Και τα σημειώματα περαίωσης να φτάνουν σωρηδόν? Και από 1/7/2011 μείωση μισθών 8% στο Δημόσιο και 2% στον ιδιωτικό τομέα? Και οι συντεχνίες ακόμα στο απυρόβλητο,αλλά και οι ίδιοι οι πολιτικοί (γιατί αυτό είναι το θέμα)? Αν μιλήσετε με όλον αυτόν τον κόσμο ζητάει επιτέλους να μπει χέρι και μαχαίρι. Που είναι όλα αυτά τα περιβόητα ονόματα και οι λίστες με τους φοροφυγάδες? Αυτή είναι η αγανάκτηση. Το ζητούμενο είναι να βρούμε αυτές τις πολιτικές δυνάμεις. Αλλά ποιόν από αυτούς που υπάρχουν αυτή τη στιγμή μπορούμε να εμπιστευθούμε? Ρωτήστε τους νέους και θα δείτε ότι θα σας πούν κανέναν. Μακάρι να βρεθεί αυτός που θα εμπνεύσει, θα πει την αλήθεια και θα εργαστεί και να είστε σίγουρος ότι θα τον ακολουθήσουμε. Και κάτι τελευταίο. Δυστυχώς αυτό που όλοι οι παλιότεροι λέγανε "πείρα" στην Ελλάδα εφαρμόστηκε μόνο στα θέματα της κονόμας και της βόλεψης. Δεν δημιούργησε κανένας μια καλύτερη κοινωνία ούτε την προοπτική να βγούμε από την κρίση κάποτε (που άλλωστε μαστίζει όλο τον πλανήτη), ίσα ίσα που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις να μπούμε και να μην βγούμε ούτε μετά από 30 χρόνια (τόση απαισιοδοξία). Καλό θα κάνει όλη αυτή η διαμαρτυρία. Κακό δεν θα κάνει. Μόνο να ευχηθούμε να μην αρχίσουν να παρεκτρέπονται τα πράγματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Μίκης που αγαπάμε
ΑπάντησηΔιαγραφήTου Aλεξη Παπαχελα
Θυμάμαι ακόμη τα λόγια του Αντώνη Καρκαγιάννη όταν ερχόταν η κουβέντα στον Μίκη Θεοδωράκη: «Ο,τι και να λέει, ό,τι και να εκφράζει, δεν θα ξεχνάς ότι είναι ο Μίκης, με ό,τι αυτό σημαίνει». Τα λόγια του Καρκαγιάννη μού ήλθαν στη σκέψη καθώς έβλεπα τον Μίκη να μιλάει στο συγκεντρωμένο πλήθος στα Προπύλαια. Ο Μίκης για την προηγούμενη αλλά και τη δική μας γενιά συμβολίζει πολλά: την εποχή του ατέλειωτου ρομαντισμού της μεταπολίτευσης, τις παρέες που τραγουδούσαν μέχρι τα ξημερώματα στις ταβέρνες της Αθήνας, τις βραδιές που περάσαμε έπειτα από μεγάλες διαδηλώσεις τραγουδώντας το «ένα το χελιδόνι». Ο Μίκης είναι, και θα είναι, πάντα στο μυαλό μας ο μεγάλος συνθέτης, αλλά και ο μεγάλος αγωνιστής.
Η ζωή έχει, βεβαίως, δείξει ότι το να έχεις μεγάλο ταλέντο στην τέχνη δεν σημαίνει απαραίτητα ότι διαθέτεις και πολιτική κρίση. Η περιπετειώδης, άλλωστε, διαδρομή του Μίκη το απέδειξε γιατί οι πολιτικές του απόψεις απεδείχθησαν άκρως ευμετάβλητες, αν και πάντοτε παθιασμένες. Τώρα, όμως, έχω την εντύπωση ότι έχει αναλάβει τον ρόλο του εκπροσώπου μιας ολόκληρης γενιάς και κουλτούρας της μεταπολίτευσης που τελειώνει και δίνει την τελευταία της μάχη. Εχει ρομαντισμό, αλλά και έναν ισοπεδωτικό λαϊκισμό ο λόγος αυτός που ξυπνάει παλιά επαναστατικά, ακόμη και πατριωτικά ένστικτα, αλλά είναι βαθιά αδιέξοδος. Στο ερώτημα τι πρέπει να κάνουμε, π.χ., ένας συνοδοιπόρος του απάντησε σε μια συνέντευξή του «να φύγουμε μπροστά». Σύμφωνοι, μπροστά, αλλά προς τα πού; Δεν φτάνει αυτήν την ώρα να πούμε ένα γενναίο ΟΧΙ στους δανειστές μας και στην τρόικα ούτε να διακηρύξουμε ότι δεν πουλάμε τίποτα ή να κηρύξουμε το Μνημόνιο παράνομο. Και μετά; Είμαστε έτοιμοι να γίνουμε μια πιο χλιδάτη Αλβανία που θα ζει στην υπερήφανη απομόνωση και μιζέρια;
Εν πάση περιπτώσει, αυτό που ενοχλεί περισσότερο ίσως είναι να βλέπεις σεβάσμιους ανθρώπους και σύμβολα μιας εποχής να γίνονται εμπόρευμα των μικροπωλητών του τηλελαϊκισμού και της οπισθοδρόμησης. Οσο όμως και να διαφωνεί κανείς με τις απόψεις τους, οφείλει να σεβαστεί την ιστορία, την προσφορά και τους αγώνες τους. Γι' αυτό όταν ακούω τον Μίκη να μιλάει τελευταία, νιώθω την αγωνία όλων μας που καταλαβαίνουμε ότι μια εποχή, αυτή της μεταπολίτευσης, τέλειωσε και μας ξημερώνει κάτι που δεν έχουμε ιδέα πώς θα μοιάζει. Δεν ξέρω αν το θυμάστε εκείνο το μοναδικό τραγούδι του Μίκη που μιλάει για «δρόμους που χάθηκα... φίλους που έχασα... γέφυρες που έκαψα, άστρα π' αγάπησα» και τελειώνει με αυτό που όλοι μας νιώθουμε: «πού πάω και τι θα βρω». Αυτόν τον Μίκη αγαπάμε, αυτόν σεβόμαστε και αυτόν θα έχουμε στην καρδιά μας, όσο και με ό,τι κι αν διαφωνούμε.
Περίµενα µε µεγάλο ενδιαφέρον την οµιλία του πρύτανη κ. Θ. Πελεγρίνη στα Προπύλαια προχθές. Συµφωνώ κι εγώ µαζί του πως ήρθε η ώρα που η πανεπιστηµιακή κοινότητα, την οποία ο ίδιος επαίρεται ότι εκπροσωπεί, οφείλει να αναλάβει τον ρόλο της πνευµατικής αφρόκρεµας, να µιλήσει ειλικρινά και ανοιχτά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠερίµενα να τον ακούσω να µιλάει για την κατάντια του πανεπιστηµίου, για την απαξίωση των σπουδών, για την υποβάθµιση της ακαδηµαϊκής λειτουργίας. Περίµενα να τον ακούσω να οµολογεί πως το µπάχαλο, πολύ πριν αρχίσει να τρέχει ελεύθερο στους δρόµους, κυκλοφορούσε ελεύθερο εντός των τειχών του πανεπιστηµιακού ασύλου. Περίµενα να τον ακούσω να διαµαρτύρεται για τους εντοιχισµένους συναδέλφους του, για τις συναλλαγές του διδακτικού προσωπικού µε τους φοιτητοπατέρες, για τις χαµένες ώρες διδασκαλίας, για το αίσχος των συγγραµµάτων, για την αθλιότητα του συστήµατος εισαγωγής στο πανεπιστήµιο, για τα διπλώµατα που µοιράζονται, όπως θα µοιράζονται οι υποτιµηµένες δραχµές αν, ο µη γένοιτο, τις ξαναπιάσουµε ποτέ στα χέρια µας.
Περίµενα να τον ακούσω να ζητάει συγγνώµη. Μια συγγνώµη που θα οµολογούσε την αποτυχία του. Μια αποστροφή, ένα νεύµα µετανοίας για το πανεπιστήµιο, το ίδρυµα στο οποίο πρυτανεύει, και τον τρόπο µε τον οποίο κι αυτό συµµετέχει στη σηµερινή µας πτώχευση.
Περίµενα να τον ακούσω να λέει πως πριν πτωχεύσουµε οικονοµικά είχαµε πτωχεύσει κοινωνικά, ακριβώς επειδή το πανεπιστήµιο δεν ανταποκρινόταν στον ρόλο του. Περίµενα να τον ακούσω να οµολογεί πως η πρώτη µεγάλη ήττα της σηµερινής πανωλεθρίας υπήρξε η ήττα του εκπαιδευτικού µας συστήµατος.
Περίµενα να τον ακούσω να υπόσχεται πως θα κάνει ό,τι µπορεί από δω και πέρα για να επανορθώσει τις ζηµιές, γιατί ξέρει, ή τουλάχιστον οφείλει να ξέρει, πως αν θέλουµε να δώσουµε στο φάντασµα της ανάπτυξης σάρκα και οστά, αυτό µόνον αν αρχίσουµε από µια επανάσταση στο εκπαιδευτικό µας σύστηµα µπορούµε να το καταφέρουµε.
Τα περίµενα όλα αυτά γιατί είχα λη σµονήσει πως ο κ. πρύτανης, εκτός από καθηγητής είναι και σεµνός εργάτης της τέχνης του θεάτρου. Κοινώς έχει τον τρόπο, και τα εκφραστικά µέσα, να υποδύεται ρόλους, πότε τον Θαλή, πότε τον Σοπενχάουερ και πότε τον «Αγανακτισµένο». Και όταν ένας ταλαντούχος υποκριτής βρεθεί µπροστά σε τόσο συγκεντρωµένο πλήθος δύσκολα µπορεί να ξεφύγει από τον πειρασµό να το διασκεδάσει. Χρειάζεται µεγάλο υποκριτικό ταλέντο για να φωνάζεις πως ζεις σε καθεστώς ανελευθερίας όταν µιλάς δηµόσια, στο κέντρο της πρωτεύουσας, χωρίς κανείς να σε εµποδίζει να λες ό, τι σου κατέβει να πεις.
Από τον κ. Θεοδωράκη αντιθέτως δεν περίµενα τίποτε. Ως εκ τούτου µπορώ να πω ότι ήταν απολύτως ικανοποιητικός στον ρόλο του εαυτού του.