Όταν τον Σεπτέμβριο του 1946 με οδήγησε ο πατέρας μου στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού μας, της Κανδήλας, για την εγγραφή μου στην Α´ τάξη, με υποδέχθηκε μια δασκάλα ψηλή, λιγνή μαυροφορεμένη, με τη μελαγχολία απεικονισμένη στο πρόσωπό της. Το όνομά της Κατίνα, έτσι ήταν γνωστή στο χωριό, Κατίνα Πανταζή, όπως έμαθα αργότερα, καταγόμενη από την Πάτρα.
Μετά από μέρες, όταν άρχισαν τα μαθήματα, υποδεχθήκαμε τη μοναδική αυτή δασκάλα του σχολείου εμείς οι μαθητές, μικροί και μεγάλοι, όλοι μαζί, καθισμένοι στα γόνατα ή σταυροπόδι στο πάτωμα, μέσα στην αχανή γυμνή αίθουσα του "απάνω" Σχολείου. (Τα θρανία είχαν γίνει καυσόξυλα στη διάρκεια της Κατοχής, αφού το Σχολείο καθ᾽ αυτό δεν λειτουργούσε για χρόνια ως τόπος μάθησης, αλλά ως διοικητήριο των κατοχικών δυνάμεων, και τόπος βασανιστηρίων).
Μοίρα της αναφερθείσας πρώτης μου δασκάλας ήταν, να βρεθεί στο Σχολείο αυτό κάτω από πρωτόγονες συνθήκες: Ο χώρος άδειος από αντικείμενα, γεμάτος όμως, πλήρης, υπερπλήρης από μαθητές έξι τάξεων, όλων μαζί: μικρών πρωτόφερτων, αλλά και μεγάλων, πολύ μεγάλων, υπερήλικων, θα λέγαμε, για σχολείο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, εφήβων, που για πέντε χρόνια δεν είχαν τη δυνατότητα φοίτησης και επέστρεψαν στα θρανία – ευφημιστικός όρος, το λέει ο λόγος –, επέστρεψαν στο ... πάτωμα, για να πάρουν το Απολυτήριο του Δημοτικού. Εύκολο να φανταστεί κανείς τη δυσκολία επαναπροσαρμογής τους στον περιορισμό των κανονισμών της ομάδας και της υπακοής στις υποδείξεις της δασκάλας για επιβολή ησυχίας, για να επικρατήσουν συνθήκες μάθησης, στο κλείσιμο στους τέσσερις τοίχους της τάξης αυτών, που για πέντε χρόνια αλώνιζαν τον κάμπο και τις πλαγιές των Ακαρνανικών ορέων.
Η αδύνατη και αδύναμη αυτή γυναίκα είχε μπροστά της ένα πλήθος άτακτο – ευφημισμός –, εξαγριωμένο πλήθος φωνασκούντων και κινούμενων πέρα - δώθε μέσα στην αίθουσα και αποχωρούντων κατά βούλση – ένα πλήθος υπερδιακοσίων μαθητών, κατά μέγα μέρος εφήβων, έτοιμων να εκραγούν, κάνοντας μαύρη τη ζωή της άμοιρης δασκάλας.
Και πέραν όλων αυτών, μέσα σε τόσο πλήθος μαθητών των έξι τάξεων, κάτω από την ευθύνη αυτής και μόνον της μίας, δεν ήταν εύκολο, αν όχι αδύνατον, να έχει εκείνη εποπτεία και γνώση των μαθητών κατά τάξεις. Ποιοι ήταν στην πρώτη, στη δευτέρα ή στην τρίτη, έτσι ανακατωμένοι στο πάτωμα, ήταν φορές που δεν το ήξερε.
Πώς ένιωθε αυτή η άμοιρη δασκάλα; Πώς περνούσε τη ζωή της, πώς άντεχε; Λυπάμαι, που δεν μου δόθηκε αργότερα η ευκαιρία να την συναντήσω, για να μου διηγηθεί τα Πάθη της! Και όλα τα εντός του σχολείου διαδραματίζονταν, βέβαια, μέσα στο πανελλήνιο μετακατοχικό κλίμα. Ακόμη και ένα βίωμα, μια εικόνα φρίκης, πήρε μαζί της από τους χώρους της καθημερινής της δράσης. Όταν μια Κυριακή εμείς οι μαθητές περιμέναμε στην αυλή, να μας οδηγήσει η δασκάλα μας στον καθιερωμένο εκκλησιασμό, μπαίνοντας εκείνη για λίγο μέσα στο σχολείο, και ανοίγοντας την πόρτα, αντίκρυσε ένα θέαμα, που δεν ανήκε σε χώρους διδασκαλίας. Αντίκρυσε ένα νεκρό, κάτοικο γειτονικού χωριού. Έπρεπε να το αντέξει κι αυτό. Μας οδήγησε στην Ἐκκλησία!
Τότε δεν ήμουν σε θέση να εκτιμήσω την τραγικότητα των φρικτών συνθηκών διαβίωσής της στο Σχολείο καθημερινά. Τότε αυτό ήταν η πραγματικότητα. Εγώ και οι άλλοι "αλφαβητικοί", παρά τις συνθήκες, μάθαμε γράμματα, μας τα έμαθε η Κατίνα. Αναλογιζόμενη όμως τώρα, όσα διαδραματίζονταν μέσα στην αίθουσα και στην αυλή του Σχολείου, μεταφέρομαι στη θέση αυτής της πολύπαθης δασκάλας, που είχε μόνη την ευθύνη για το Σχολείο με το πλήθος ανυπότακτων.
Εντούτοις εγώ προσωπικά έχω και μιαν ανάμνηση τρυφερότητας εκ μέρους της. Όταν στο τέλος του σχολικού έτους 1946 - 47, παρ᾽ όλα τα επικρατούντα, διοργάνωσε σχολική γιορτή με παράσταση θεατρικών έργων και απαγγελίες ποιημάτων και ως την τελευταία στιγμή δεν ήξερε, αν θα εμφανιστούν οι αναλαβόντες τους ρόλους για την παράσταση, – αναζητώντας ίσως παρηγοριά από τους μικρούς υπάκουους – με πλησίασε και, βάζοντας το χέρι της γύρω στους ώμους μου, μου είπε: "Εμείς θα πούμε το ποιηματάκι μας"! Τελικά οι ... "ηθοποιοί" εμφανίστηκαν στην αυλή του σχολείου, και δόθηκε η παράσταση – και... είπα κι εγώ το ποιηματάκι μου: "Η Ανοιξη" (της Χλόης Αχαϊκού): "Τι να πρωταγκαλιάσω και να ιδώ απὸ της Άνοιξης τα κάλλη..."
Εβδομήντα τόσα χρόνια από τότε! Πως να φανταστούν οι δάσκαλοι των σημερινών συνθηκών τις πρωτόγονες συνθήκες διδασκαλίας, σε ένα για χρόνια διαλυμένο Σχολείο, ανάμεσα σε ένα τέτοιον μετακατοχικό μαθητόκοσμο ανυπότακτων "υπερήλικων"! Για μένα αυτή η πρώτη μου δασκάλα, η δεσποινίς Κατίνα Πανταζή, ήταν μια ηρωίδα δασκάλα, που έκανε καθημερινά έναν αγώνα επιβολής και επιβίωσης.
Υ.Γ.: Στον γειτονικό μας Μύτικα το σχολείο λειτουργούσε κανονικά. Με πολύ λιγότερα παιδιά, η λειτουργία του ήταν η αρμόζουσα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα. Εκεί, φιλοξενούμενη στην οικογένεια του αδελφού της μάνας μου, μεταφέρθηκα κι εγώ και συνέχισα τη φοίτηση επί τριετία – και έμαθα γράμματα.
Οι δάσκαλοί μας, ο Νίκος Μόσολας και η Ανθούλα Μεσσήνη - Ζαβογιάννη αλησμόνητοι. Κρεμόμουν από τα χείλη της κυρίας Ανθούλας. Έφυγα τον Ιανουάριο του 1951, όταν το σχολείο της Κανδήλας είχε αποκτήσει πάλι την προπολεμική του αίγλη.
Η συμπατριώτισσά μας κα Παρασκευή (Βούλα) Σιδερά - Λύτρα, μας φέρνει τόσες πολλές αναμνήσεις, από τότε, που «όταν ήταν δασκάλα» στην Κανδήλα. Στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα, εν συγκρίσει βέβαια με την μετέπειτα τεράστια χρονική διάρκεια της
ΑπάντησηΔιαγραφήπνευματικής της δράσης, μας αναζωογονεί και μας ξαναζωντανεύει
χαρές εκείνης της εποχής, που παρά τις πολλές και μεγάλες δυσκολίες, στα πέτρινα εκείνα χρόνια, είχαν μία γλυκύτητα. Την παρακαλούμε λοιπόν την Κυρία δασκάλα να συνεχίσει να
γράφει, για θυμούμαστε εμείς οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι και γενικά όλοι οι κατοπινοί. Η κα Βούλα Σιδερά -Λύτρα, πρώτευσε στην εισαγωγή στη Ράλλειο παιδ. Ακαδημία και αποφοίτησε αριστούχος. Εν συνεχεία πρώτευσε και στη μετεκπαίδευση, που αποφοίτησε και από εκεί, πάλι
αριστούχος.
Στη συνέχεια και αφού δεν επιτρέπεται μακρολογία, παντρεύτηκε στη Γερμανία τον αριστούχο και διακεκριμένο Καθηγητή του Πανεπιστημίου της Γοτίγγης, τον επίσης συγχωριανό της -από την Κανδήλα- Αλέκο Σιδερά. Ο Αλέκος βρέθηκε στη Γερμανία για την απόκτηση του «Ντοκτορά» το οποίο κατέκτησε με κάτι παραπάνω απ' το άριστα. Οι Γερμανοί τον κράτησαν εκεί και τον αναγόρευσαν καθηγητή στο εν λόγω Πανεπιστήμιο, στο οποίο, δίδαξε και εργάστηκε μέχρι τη συνταξιοδότηση του. Το ζευγάρι αυτό εκεί διέπρεψε, απογειώθηκε και μεσουράνησε. Η δε κυρά δασκάλα απέκτησε αρκετούς πανεπιστημιακούς τίτλους.
Και τέλος το ζευγάρι αυτό άφησε ογκοδέστατη πνευματική παρακαταθήκη.